Κρύο απόγιομα, αρχές Μαρτίου. Κατεβαίνω στις Φρίκες. Φυσάει αέρας θαλασσινός. Καθισμένος στη σκάλα του παλιού ξενοδοχείου ο φίλος μου ο Φώντας.
– Γεια σου κομπανιέρο, θα φέρεις καμιά γυναίκα φέτος- μου φωνάζει από μακριά και εννοεί τις γυναίκες από τα γκρουπ των περιπατητών που έρχονται τα τελευταία χρόνια στην Ιθάκη- κι ας είναι 150 χρόνων συμπληρώνει.
Tον πλησιάζω. Μια κλασσική φιγούρα της παραλίας των Φρικών, ίδια όπως την πρώτη μέρα που τον γνώρισα και να σκέφτομαι πάντα πως ο Ernest Heminway αυτόν θα είχε στο μυαλό του όταν έγραφε το «O Γέρος και η θάλασσα». Φωνάζει σε κάποιον στην παραλία. Είναι ο Λουκάς ο Αναγνωστάτος με μια σακούλα και μαζεύει σκουπίδια.
– Βλέπεις μου λέει. Καθαρίζει το παιδί. Προχτές καθάρισα κι εγώ στα Λιμένια. Είχαν πέσει κάτι δέντρα από τον αέρα, τα μάζεψα και τα έκαψα. Είναι πολύ καλό αυτό που κάνει ο Λουκάς.
Μπαίνουμε στο μαγαζί του Πάνου, το μόνο ανοιχτό εκείνη την ώρα στις Φρίκες. Στενός ο χώρος καθόμαστε στα τελευταία σκαλοπάτια της εσωτερικής σκάλας. Παίρνουμε μπύρες, ανάβουμε τσιγάρο.
- Όλη μέρα Φρίκες? τον ρωτάω.
–Όχι μωρέ, πάω και πάνω στην καλύβα.
– Με τα πόδια?
– Έχω ένα μηχανάκι. Δεν τραβάει στην ανηφόρα αλλά στην κατηφόρα πάει μια χαρά, Και σβηστό κιόλας!
- Κρίση ε?
– Μας έχουν πηδήξει φίλε. Η παράγκα και τα ξύλα μου μείνανε. Κάνα ποντίκι από δω, κάνα από κει. Λοιπόν μου ‘ρχεται η ΔΕΗ 96 ευρώ. 16 ευρώ είναι το ρεύμα, τα υπόλοιπα… ξέρεις αυτά τα άλλα.
– Και πόσο είναι η σύνταξή σου?
- 350 ευρώ! Πες μου τι να πρωτοκάμω μ’ αυτά?
-Από ψάρια τίποτα?
-Μπά τίποτα. Από πέρισυ που είχα βγάλει κάτι καλές τσιπούρες… Κάτι παλαμίδια πριν δυο βδομάδες για τα τσιγάρα. Κατά διαόλου και το ψάρεμα φίλε. Από τη μια έχει χαλάσει η μηχανή, κι από την άλλη κακοκαιριά κάθε μέρα. Στη στεριά με καμιά μπύρα παρηγοριέμαι.
– Στον Πλατρειθά δεν ανεβαίνεις?
– Που να πάω? Από τότε που τσακώθηκα, πάνε χρόνια, δεν ξαναπήγα. Εδώ στις Φρίκες είναι ωραία. Να ‘ναι καλά ο Φατούρος που μας φτιάχνει καφέ το πρωί. Μετά έρχεται ο Νταμόρης με τα ποδόσφαιρα, ο Στάθης ο Κανάς, ο Λάκης, ο Γαβρίλης… Ααααα, καλός μαφιόζος ο Φατούρος! Καφέ? Εμείς ένα ευρώ, τούριστ άλλα ευρώ! Ξέρει αυτός δουλειά από Αυστραλία.
– Από πότε είσαι στη θάλασσα?
– Σάμπως θυμάμαι? Κοντεύω τα 80 γεννημένος το ’35 και όλο στη θάλασσα βρίσκομαι. Από μικρό παιδί στη θάλασσα ή πίσω από τον πατέρα νου. Μεγάλη φτώχεια στα νιάτα μου κομπανιέρο. Φτώχεια αλλά ωραία φτώχεια. Πολλά παιδιά, τίποτα δεν είχαμε αλλά … το διάουλο μέσα μας. Βάναμε με τον Νικήτα πρόκες εκεί που θα πέρναγε ο Σταμουλάτος για να γελάσουμε. Πρώτη φορά φόρεσα παπούτσια στα 18. Μετά πήγα στην Αυστραλία.
– Τι λες?
– Ναι αμέ! Αλλά ο μ@λάκ@ς τέσσερα χρόνια μονάχα έκατσα. Ήθελα νάρτω να ψηφίσω και να πάω στρατό. Όταν παρουσιάστηκα μας ρωτάανε διάφορα για να ξέρουν που θα μας πάνε. Εμένα με στείλανε στην σχολή μηχανικών στο Λουτράκι. Εκεί με πλησιάζει ένα χοντρός με αστέρι λοχαγός και με ρωτάει από που είμαι. Ιθάκη? Και ποιος είσαι ρε και δεν σε ξέρω ? Χα χα χα ήτανε ο Γιώργος ο Κανάς και δε με γνώρισε! Που λες εκεί με είχανε για μπουρλοτιέρη. Είχα ένα Κεφαλονίτη κολλητό, μαφιόζος ε, και να τι κάναμε. Τη νύχτα πηγαίναμε στον Ισθμό, ρίχναμε καμιά μπουρλοτιά και πηγαίναμε τις σάλπες στον ταβερνιάρη σχεδόν δωρεάν. Μόνο πρώτη θέση στην ταβέρνα και οι άλλοι σκάανε. Ο Κανάς που λες είχε το μέσον και τον ταχτοποιήσανε στη ΜΟΜΑ. Εμένα με στείλανε στις Πρέσπες, σύνορα Γιουγκοσλαβία κι Αλβανία. Εκεί μ’ ένα καΐκι όλη μέρα μέχρι το βράδυ, έκανα βόλτες στη λίμνη μη μπαινοβγεί κανείς. Είχα βρει και μια Νίκη, καλή ήτανε. Είχε μέσον τον ταβερνιάρη αλλά ο μ@λάκ@ς δεν ήθελα ν΄ακούσω για γάμο. Είχε τα πάντα η κοπέλα και προίκα και νοικοκυρά ήτανε, μέχρι αργαλειό είχε.
-΄Ητανε καλά δηλαδή στο στρατό?.
-Αμ δε! Μόνο μετά τον γάμο, έλεγε. Έδιν’ από δω έδιν’ από κει αλλά… τέλος πάντων το μοναστήρι νάν’ καλά…
- Με τις γυναίκες πάντα καλά τα πήγαινες απ’ ότι κατάλαβα. Δε σου λέιψανε ποτέ, ε?
– Ααα κομπανιέρο, οι Γιαπωνέζες ήταν οι καλύτερες!
– Μέχρι εκεί έφτασες?
– Δεν υπάρχει μέρος που να μην πήγα. Πακιστάν, Αυστραλία, Κίνα… Πριν μερικά χρόνια πήγα και στην Βοσνία. Φορτώσαμε για Ιταλία. Πόρτο Νογάρα. Ciao mafiozo,porco troia, μου φωνάζανε.
– Μιλάς και ξένες γλώσσες?
– Ξέρω και κάτι γαλλικά. Είχα πάει στη Γαλλία με τη χούντα κι έκατσα ένα χρόνο. Πούλησα τη βάρκα, χώρισα την τότε κι έφυγα. Και τι δεν μούπανε στην Πάτρα πριν φύγω. «Μη πάρεις περισσότερα από 7500 χιλιάδες δραχμές. Θα σε πιάσουνε!» Ναι αμέ. Τότε δεν έβγαινε το χρήμα έξω, όχι όπως τώρα που βγάλανε όλη την Ελλάδα. Και στα παπόρια τότε, το πλήρωμα 95% Ελληνες, σήμερα όλοι ξένοι.
– Όπως μου τα λες ήτανε καλύτερα τότε.
– Κοίτα. Εγώ Μπανιάς είμαι, αλλά … η χούντα ήτανε καλύτερη. Είχε και γαλοπούλα στο σπίτι. Φυτεύαμε στάρι με το γέρο Χασακή σε κάτι λαχίδες πάνου από τα Λιμένια. Με ρωτάει η χούντα, τι θέλεις? Βάρκα? Πάρε τα λεφτά, πάρε και τα χαρτιά. Και… πήρα εργαλείο.
–Πέρναγες ωραία δηλαδή?
– Τότε έμενα στο Βαθύ. Είχα καλή παρέα… μπουρλότα… καλά καλά! Πηγαίναμε για ψάρια στον Βρώμονα, Μεγανήσι, Κηθρό και μετά Αστακό, Νυδρί… Κι από φουρτούνες? Μια φορά πάμε με όστρια, γυρίζει σουρόκος και μπατάρει στο γαρμπή. Κλειστό τ΄ αμπάρι κι η κουβέρτα φορτωμένη ψάρια, μιλάμε για φορτίο. Παραλίγο να βουλιάξουμε αλλά Μερσεντάρα μηχανή… Είναι η βάρκα που έχει τώρα ο Μάϊκος.
- Μετά από τόσα χρόνια στη θάλασσα, καιρός να μείνεις στη στεριά τώρα. Τι λες?
-Μπα! Η θάλασσα είναι πλούτος, είναι η ζωή μου! Τι να κάμω στη στεριά? Να τσακώνομαι μ’ όλους? Η φτώχεια φέρνει γκρίνια. Αλλά να βγάλουμε και κάνα φράγκο. Είδες ? 96 ευρώ η ΔΕΗ. Και όλη μέρα στον δρόμο, δεν μπορώ. Τώρα π’ ανοίγει ο καιρός , θάλασσα my friend. Έχει χαλάσει η μηχανή αλλά και με τα κουπιά φτάνω μέχρι τα Λιμένια. Καλά είναι…
Κάπου εδώ μπήκε κόσμος στο μαγαζί και η κουβέντα έπρεπε να τελειώσει. Είχε περάσει και η ώρα. Χάιδεψε απαλά την άσπρη γενειάδα του.
- Οπως είπαμε amigo. Γυναίκα νάναι, κι 150 χρονών μου κάνει.
Μου έδωσε το χέρι του. Χέρι σκληρό σα πέτρα της θάλασσας κι όχι σα χέρι 79χρονου.
- Γεια σου Φώντα Μπανιά. Φώντα της φτώχειας και της θάλασσας. Της mantam-ας και της «καλοπέρασης».
Έφευγα κι ένοιωθα πως κάπου αλλού ήμουνα. Σε άλλους χρόνους. Μια μικρή αφήγηση μιας ολόκληρης ζωής που πέρασε έτσι απλά, χωρίς βιασύνη όπως εκείνη ήθελε. Ήρθε από το χτες θα φύγει στο αύριο, γαλήνια η φουρτουνιασμένη… Ο Φώντας απλά την παρακολουθεί…
Arian Muraj
ΠΗΓΗ: εφημερίδα "Πλατύ Ρείθρον"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου