Τρίτη 13 Μαΐου 2014

ΟΛΑ ΓΚΟΥΡΜΕ




Χρόνους είχα να κάμω όξου από το Θιάκι! Γκλαρέντζα και Κατάκολο μεγάλη ξενιτειά ελέανε οι παλαιοί Θιακοζακυνθινοί τόμου ξεπορτίζανε ν’ αλέψουνε. Και του λόου μου και μέχρι τα Κηπούργια ξενιτειά μου κάζει και χώστα χώρα τα,το πιο λογγάδο ταξίδι μου είναι μέχρι την Ανωή.
Εφέτος εξεσπούρδαρισα κι εξεμπουκάρισα το λοιπόνε απ’ το καβούκι μου τον Αλωνάρη μήνα κι έφτασα κατά Μεσαριά μεριά, σε πολιτεία ξένη αλαργού δώθενε πολύ…Όπου με πήαινανε επήενα, μέχρι πούρτε η ώρα για την μπαόρδα,  μαθές να καρπιστούμε το γιόμα όξου. Κι εγώ, για να μη με ξετάξουνε τέλεια από χωριό, εκρέμασα το σακούλι μου, έβαλα μυρουδιά, εγκένιασα τσίχλες και χαρτομάντηλα για να γενώ τσι μοδός, και με το σκουτί αλασκάγια ακλούθησα τον κοπό της εξέλιξης.

Μαγέρικα στη σειρά με τη σέσουλα και φωτερά. Μου λέανε για τόνα και για τ’ άλλο πούναι καλύτερο, και  για τα φαγιά πούναι να γλύφεις τσι αμοσκάλες σου!
Μπήκαμε στο καλύτερο μούπανε, που δε θα ντο ξεστοχήσω ποτές. Έκατσα χωστά στη καθίκλα και δώσαμε παραγγολή.  
Δεν ήξερα τι θα πέσει η τάβλα και για να το μολοήσω περιζώστηκα. Μαθές τσίκνα δε μο μύρισε παρά νια νέκρα μορχότανε, νια ψαρίλα ανάκατη μ’ αγέρα κοπανισμένο…
Απ’ όσα έλεε το δεφτέρι εγώ διαολεπαρότι πόξερα. Διάβαζα μονάχα σουφλέ, αλά κρεμ παπαρδέλες, άλλα για προσμπούκι κι άλλα για μετά, σμιγδά μανεστρικά με λογιώνε τυριά και ροδέλες, πράματα πο διαβαίνουνε τη χοληστερίνη στον ανήφορο και κάνουνε την καΐλα στο  λαιμό καμίνι…
Είπα αν μη δειχτώ και τόμου άρπαξε το μάτι μου πουλερικό, και σέουρα για να γκενιάσω κοψίδι το διέταξα, εμέριασα και δεν έτσαξα μπουκούνι.
Ένιψα τα χέρια μου με χατρομάντηλο και για όρκο ούτε στο στόμα μου τάβαλα, ούτε στη μύτη μου τα ματάβαλα, ούτε τα χείλια μου ματαχτύπησα, ούτε ξεφτίλισα τα δόντια μου, ούτε το ζωνάρι μου εξέσφιξα για να ξεφυράσω, ούτε ερεύτηκα που μούρτε, ούτε εξύστηκα πουθενά. Βεραμέντε ετράβηξα σιμά την καθίκλα μου μη μου πέσουμε τριμόψυχες κάτου και εκαρτέρεα τη μεγάλη ώρα. Είναι αλήθεια πως αποζήταα το τουβαέλι μου να σφογγίσω τα μούτρα μου και τη στράτσα να ντη πιθώσω απά στη ρεμπάλτα μου.
Του ξάφνου εκόπιασε κάποιος μ’ ένα μπρόντζολο σα ροΐ κι έφκιασε ένα άλφα μικρό σ’ ένα πιάτο και πίθωσε νια κοτσιλιά μελιτζάνα αλιάδα και άλλη νια διαούρτι με σκορδοστούμπι και είπανε πως θα φέρουνε τσουγνιδόσουπα για δυναμάρι.
Στο μομέντο αρχίσανε κι ερχόντανε τα πιάτα και ήγλεπα τση κυράς ένα τούβλο φτιασμένο από σπαγέτο και νια δεκαριά τυριά μπερδεμένα με κρέμες. Το τήραξα του κόφτου και είπα αλάργ’ από δαύτο, γιατί όποιος το γλωσάξει ένας τσι τρεις διαβαίνει.
Ήρτε και τ’ άλλο, μπέικο με λουκάνικα και κρέμα ,και ολόυρα φτεμένος μαϊντανός και σμέρνα!!!
Είπα κι εγώ, θάρτει κι ο δικός μου ο μεζές, το κοτόπουλο να λαδώσει τ’  άντερό μου.
Με πείναε σα λύκος κι ήθελα να βουτήξω ψωμί κάπου, αλλά ούτε ψωμί είχα ούτε ήξερα που να ντο βουτήξω αφού στο πιάτο στη μέση εφοβόμουνα μη χαλάσω το άλφα!!
Ετήραα τριγύρωθε κι ετρέχανε τα σάλια μου για πατσά, στιφάδο, κοκορέτσι, μα και τσιγαρίδια καλά θανήτανε να τα κατεβάσω πελεκούδες…
Ήθελα να ξελουπουνίσω σκόρδα, να γιαχνίσω κρεμμύδια και για να γελάσω το στομάχι μου εκατέβαζα γλήγορες κατεψές νερό, μέχρι πο γίνηκε η κοιλιά μου ασκοπούλι…
Και με τη ρέουλα ήρτε και το δικό μου ξαγγαστρικό, σε βαθύ πιάτο.Πέντε κοψίδια ψαχνό κοτίσιο χωμένο σ’ άσπρη κρέμα που το λένε αλά κρεμ!!!
Με το συμπάθειο, τίποτις δεν εγλώσαξα απ’ το δικό μου πιάτο, ούτε τίποτις εζούλεψα από τσι διπλανούς μου, παρί ετήραα την ώρα να διαβεί, να ξεπορτίσουμε. Ήθελα να πάω στο  κονάκι μου, να κόψω ένα αρμό ψωμί με δυο κομιντόρια κι ένα σφένταμο τυρί της λύσσας…
Μούρτε φαστίδιο!!! Ανακατώθηκα αδερφέ μου με ούλα τα  ανακατωμένα…
Είχα τα μέντε και τσι ελπίδες μου στο τέλος, στο παγωτό το δικό μας που μούπανε, και το κατρέρεα να ξεθυμάνω και ν’ αλλάξω τα σάλια μου. Και ήρτε το παγωτό. Ένα ρουγκλί από κεια που κρέμονται απ’ τα βύσαλα στην Ανωή το Γενάρη τσι παγωνιές. Έβγαλα τη γλώσσα μου και το γλώσσαξα. Σκέτος πάγος ξυνός με κάτι μπουκούνια μπούτζαρα μέσα του… Και μου τόπανε σωρμπέ!!!
Τρομάρα σου κατσούλι Ανωησάνε. Δε μπορείς ν’ αλαργιέψεις απ’ το κομιντόρι, τη νερομπάμπαλη, τη πλεμονοριά και το σκορδοστούμπι. Ήξερες μονάχα τα πολυσπόρια τση Μπουρμπουρέλως, τα μπουχλουμπού και τα πυρινικά του Μουρδούλη, το βιδάνιο που φτιάνει και με ταρτάρει κανιά βολά ο Καμαροκοίλης και θυμάσαι και το γκουρμέ βρακί του νόνου σου που δε ξεχώριζες τι χρώμα είχε στην αρχή απ’ τα πολλά μπαλώματα…
Σε θυαμαίνομαι πο δεν ενόησες ακόμα πως ούλα τη σήμερον είναι ανάκατα και  πως και τα φαγιά και ότι καταπίνεις είναι μπουρδουκλωμένα, είναι γκουρμέ!!!
Είναι τση μοδός και επί σκοπό κι ευτά που τρώμε κι ευτά που θα φάμε κι ευτά που μας σερβίρουνε να νείναι « γκουρμέ», να μην ξέρουμε τι θα μας φέξει μέχρι να καρικωθούμε τέλεια και να πάμε στο διάουλο. Και το 2014 τα παιδιά μας πονηρευτήκανε νάχουνε γέψη από κρέμα γκανάζ ή αφρό μους, ή μους ο σοκολά…
Έχουνε τη πικρή γέψη του παγωμένου, του ξυνόστυφου σωρμπέ και της γρανίτας…με το σχήμα της…όπως μου τη σερβίρανε και που κάθε μέρα μας σερβίρουνε…!!!


                                                                                                                         Ο Ανωησάνος

ΠΗΓΗ: Εφημερίδα "Το Πλατύ Ρείθρον"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου