Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2014

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ

Στην ταβέρνα του Πατσόπουλου µπήκε ένα πρωί να πιει ένα ρούµι, να ζεσταθεί, ο µαστρο-Παύλος ο Πιστολέτος. Έξω φυσούσε και στα ψηλά βουνά χιόνιζε. Η γυναίκα του τον είχε διώξει, η πεθερά του τον είχε δείρει, η κυρα-Στρατίνα , η σπιτονοικοκυρά του ,τον είχε ξορκίσει και ο γιος του, µόλις τριώ χρονώ, δασκαλεµένος απ’ τονπροκοµµένο το θειο του ,τον είχε µουτζώσει.
Ο ταβερνιάρης, για να µη σκανδαλίζονται οι καλές νοικοκυρές µε το κρασοπουλιό του, είχε κοντά σταβαρέλια και τις µπουκάλες, λίγο σαπούνι, κόλλα, ρύζι και ζάχαρη. Είχε κι ένα µύλο για να κόβει τον καφέ. Αν όµως έβλεπε κανένας πρωί και βράδυ να βγαίνουν απεριποίητες και µισοχτενισµένες γυναίκες , µε το ένα χέρι κάτω απ΄την ποδιά τους , αµέσως θα καταλάβαινε πως τα ψώνια τους δεν ήταν ούτε σαπούνι ούτε ρύζι ή ζάχαρη. Πολλές φορές την ηµέρα ερχόταν η γριά Βασίλω, φτωχή, έρηµη και ξένη στα ξένα, που, χωρίς προλήψεις, έπινε ολοφάνερα το ρούµι της. Ερχόταν κι η κυρά-Κώσταινα η κλησάρισσα, που βοηθούσε το κατά δύναµη στην εκκλησία, στεκάµενη κοντά στο µανουάλι για να κολλάει τα κεριά, κι όσες πεντάρες έβγαζε την Κυριακή,τις έπινε µε ευσυνείδητη ακρίβεια τη ∆ευτέρα, την Τρίτη και την Τετάρτη. Ερχόταν κι η Στρατίνα, νοικοκυρά µε δυο σπίτια, που φώναζε όλα τα µυστικά του κόσµου απ΄ την αυλόπορτά της στο δρόµο και στο καπηλειό . Μερικά απ’ τα µυστικά έµεναν εκεί στην αυλή της , άλλα έφταναν στο καπηλειό και τα περισσότερα κυκλοφορούσαν στο δρόµο. Κι έλεγε ποια νοικάρισσα της καθυστερούσε δυο νοίκια, ποιος της χρωστάει τον τόκο, ποια γειτόνισσα της πήρε κάτι δανεικό κι αγύριστο. Ο µαστρο - ∆ηµήτρης ο φραγκοράφτης χρωστούσε τρία νοίκια , ο µαστρο-Παύλοςο Πιστολέτος πέντε και τον µήνα που έτρεχε, έξι. Η Λενιώ η κουµπάρα της έβαλε δεύτερη υποθήκη στο σπίτι της, πονηρά, και τώρα ήταν ανάγκη να τρέχει σε δικηγόρους και συµβολαιογράφους για να εξασφαλίσει το δίκιο της. Η Κατίνα, η ανιψιά της από τον πρώτο της άντρα, της είχε δανείσει δέκα δραχµές και τώρα, ύστερα από την εκτίµηση δύο χρυσικών, αποδείχτηκε πως το ασηµικό ήταν κάλπικο και δεν άξιζε ούτε όσα άξιζαν τα δυο φυσέκια µε τις σκουριασµένες µπακίρες. Και αφού, σύμφωνα µε τη συνήθειά της (αυτό δεν το ’λεγε µα ήταν γνωστό) έβγαλε έξω το γερο-Στρατή τον άντρα της, την κόρη της τη Μαργαρίτα και την εγγόνα της τη Λενούλα, άνοιξε το σεντούκι της, έριξε κει το ενέχυρο, έβγαλε τοκοµπόδεµα, πήρε τα φυσέκια και τα ’δωσε µ’ έναν τρόπο που σήµαινε να τα δώσει και να µην τα δώσει στη φτωχή Κατίνα. Φαινόταν να κολλάνε τα χέρια της .

 Η Ασηµίνα, η παλιά νοικάρισσά της, η τραγουδίστρια το επάγγελµα, όταν ξεκουµπίστηκε κι έφυγε, της χρωστούσε τρία µηνιάτικα κι εννιά µέρες . Και τα µεν έπιπλα, που έπρεπε να τα δώσει στη νοικοκυρά, τα ’δωσε στο φίλο της, που να µην είχε σώσει... Και σ’ αυτήν δεν έδωσε παρά ένα παλιοφυλαχτό, λιγδιασµένο και της είπε κλείνοντας το µάτι πως, τάχα, είχε τίµιο ξύλο!.. Σα γκρεµοτσακίστηκε κι έφυγε το ανοίγει κι αυτή από περιέργεια και τι βλέπει; Αντί για Τίµιο Ξύλο, κάτι κουρέλια, τρίχες,τούρκικα γράμµατα,  µαγικά, χαµένα πράµατα... Ακούς εκεί!...
Μπήκε, λοιπόν, τρέµοντας από το κρύο ο µαστρο – Παυλάκης και ζήτησε ένα ρούµι. Το παιδί της ταβέρνας που τον ήξερε καλά, του είπε:-Έχεις πεντάρα; Ο άνθρωπος κούνησε τους ώµους του διφορούµενα .
-Βάλε συ το ρούµι... απάντησε .
Πώς να’χει πεντάρα; Καλά και τα λεφτά , καλή και η δουλειά, καλό και το κρασί, καλή κι η κουβέντα, όλα καλά. Καλύτερα απ’ όλα όµως η τεµπελιά, το «ντόλτσεφαρ νιέντε» των αδελφών µας Ιταλών. Αν ανάθεταν σ’αυτόν να συντάξει τον κανονισµό της εβδοµάδας, θα όριζε την Κυριακή για σκόλη, τη ∆ευτέρα για χουζούρι, την Τρίτη για σουλάτσο, την Τετάρτη ,Πέµπτη και Παρασκευή για δουλειά και το Σάββατο γι’ ανάπαυση. Ποιος είπε πως οι γιορτές είναι πάρα πολλές για τους ορθόδοξους Έλληνες και πως οι εργάσιµες µέρες είναι λίγες; Αυτά τα λένε όσοι δεν έκαναν ποτέ σωµατική δουλειά και ξέρουν µονάχα να βγάζουν νόµους για τους άλλους.
 Ακριβώς αυτή την ώρα ήρθε απ’ αντικρύ ο ∆ηµήτρης ο Φραγκοράφτης για να πιει το πρωινό του. Η µόνη του παρηγοριά ήταν να κάνει αυτά τα µικρά ταξιδάκια,όπως τα ’λεγε. Σταµατούσε για δέκα λεπτά τη δουλειά του, δέκα φορές τη µέρα, κι ερχόταν να πιει. Έπαιρνε δουλειά απ’τα µαγαζιά και δούλευε σαν κάλφας στο δωµάτιό του. 

Μπήκε λοιπόν και παράγγειλε ένα κρασί. Έπειτα βλέποντας τον Παύλο: 
- Βάλε και του µαστρο-Παυλάκη, του είπε. Σαν να τον έστελνε ο Θεός για να λυθεί και το ζήτηµα της πεντάρας, που απασχολούσε τον µικρό και τον πελάτη. Κάθισε κοντά στον Παύλο κι άρχισε τέτοια κουβέντα που φαινόταν σαν συνέχεια των λογισµών του, µα για τον Παύλο φάνηκε σα συνηγορία στα δικά του παράπονα:
- Πού σκόλη και γιορτή µαστρο-Παυλέτο,  φίλε µου,είπε. Ούτε καθισιό ούτε χουζούρι. Τ’ Αη-Νικολάου δουλέψαµε, την Κυριακή προχθές δουλέψαµε. Έρχονται Χριστούγεννα και θαρρώ πως θα δουλέψουµε χρονιάρα µέρα. Ο Παύλος κούνησε τοκεφάλι.
- Θέλω κάτι να πω , αλλά δεν ξέρω για να τα σταµπάρω περί γραµµάτου, µαστρο –∆ηµήτρη µου, είπε. Μου φαίνεται πως αυτοί οι µαστόροι, αυτοί οι αρχόντοι, αυτή η κοινωνία, πολύ κακά έχουνε διορισµένα τα πράµατα. Αντί να είναι η δουλειά µοιρασµένη ίσα τις καθηµερινές, πέφτει µεµιάς και µονόπαντα. ∆ουλεύουµε βιαστικά τις γιορτάδες κι ύστερα χασοµερούµε βδοµάδες και µήνες τις καθηµερινές.
- Είναι κι η τεµπελιά στο µέσο, είπε µε πονηρή αυθάδεια ο µικρός της ταβέρνας .Το αφεντικό του µιλούσε στην πόρτα µε κάποιον και δεν µπορούσε ν’ ακούσει.
- Ας είναι ... τι να σου κάνει η προκοπή κι η τεµπελιά; είπε ο ∆ηµήτρης. Το σωστό είναι πολλά κεσάτια και  λίγη µαζωµένη δουλειά. Καλά λέει ο µαστρο-Παύλος. Άλλο αν είµαι ακαµάτης εγώ, ας πούµε , ή ο Παύλος ή ο Πέτρος ή ο Κώστας ή ο Γκίκας. Εµένα η φαµίλια µου δουλεύει, εγώ δουλεύω, ο γιος µου δουλεύει, το κορίτσι µου πάει στη µοδίστρα. Και παρ’όλ’αυτά, δεν µπορούµε ακόµα να βγάλουµε τα νοίκια της κυρα-Στρατίνας. ∆ουλεύουµε για την νοικοκυρά, δουλεύουµε για τον µπακάλη, για τον µανάβη,για τον τσαγκάρη, για τον έµπορο. Η κόρη θέλει το λούσο της, ο νιος το καφενείο του, το ρούχο του, το γλέντι του. Ύστερα, κάνε προκοπή.
- Υγρασία µεγάλη, µαστρο-∆ηµήτρη, είπε ο Παυλέτος, απαντώντας στις σκέψεις του. Υγρασία κάτω στα µαγαζιά, χαµηλό το µέρος, η δουλειά βαριά, ρευµατισµοί, κρυώµατα. Ύστερα, έλα, αν αγαπάς, να δουλεύεις τοµάρια. Το δικό µας τοµάρι άργασε, πια,άργασε...
- Καλά αργασµένο και το δικό σου, µαστρο-Παύλο µου, έκανε πάλι µ’αυθάδεια ο µικρός, υπονοώντας ίσως τις σκηνές που γίνονταν µεταξύ του κουνιάδου του και του Παύλου.
Μετά µπήκε ο ταβερνιάρης. Ο µαστρο-∆ηµήτρης έφυγε,να ξαναρχίσει τη δουλειά του κι η κουβέντα σταµάτησε. Ο µαστρο-Παύλος άρχισε τις ονειροπολήσεις του. Σήµερα Σάββατο, µεθαύριο παραµονή, την άλλη Χριστούγεννα... Να ‘χε τουλάχιστο λεφτά να πάρει ένα γαλόπουλο, να κάνει κι αυτός Χριστούγεννα στο σπίτι του καθώς όλοι! Μετάνιωνε τώρα πικρά που δεν πήγε στα ταµπάκικα να δουλέψει και να βγάλει λίγα λεφτά, για να περάσει φτωχικά τις γιορτές.«Υγρασία µεγάλη, χαµηλό το µέρος, η δουλειά βαριά. Έλα ν’αργάζεις τοµάρια! Το δικό µας το τοµάρι θέλει άργασµα!»Είχε ακούσει το λαϊκό µύθο για τον τεµπέλη, που τον πήγαιναν για κρεµάλα και που δεχόταν να ζήσει µε τον όρο να ’ναι βρεγµένο το παξιµάδι. Ήξερε και την άλλη διήγηση για το τεµπελχανιό που ίδρυσε ο  Μεχµέτ Αλής στην πατρίδα του την Καβάλα. Εκεί,επειδή το κακό είχε παραγίνει, ο επιστάτης σοφίστηκε να στρώσει µια ψάθα και πάνω της ανάγκαζε τους τεµπέληδες να ξαπλώνουν. Ύστερα έβαζε φωτιά στην ψάθα. Όποιος προτιµούσε να καεί, παρά να σηκωθεί από τη θέση του, ήταν σωστός τεµπέλης, και είχε το δικαίωµα να τρώει απλήρωτο το πιλάφι. Όποιος, όµως, σηκωνόταν κι έφευγε για να γλιτώσει από τη φωτιά, δεν ήταν αληθινός τεµπέλης κι έχανε τα δικαιώµατά του. Αλίµονο,τόσοι Βαλλιάνοι, τόσοι Αβέρωφ, τόσοι Συγγροί,σκεφτόταν ο µαστρο-Παύλος και δε βρέθηκε κανένας απ’ αυτούς τους µεγάλους ευεργέτες να ιδρύσει ένα παρόµοιο ίδρυµα και στην Αθήνα!...
Ο µαστρο- Παυλάκης περιδιάβασε ακόµα δυο µέρεςκαι την άλλη ξηµέρωσε Παραµονή. Το γαλόπουλο δεν έπαψε ούτε στιγµή να το ονειρεύεται και να το ορέγεται. Πώς να το προµηθευτεί όµως; Αφού νύχτωσε, διωγµένος καθώς ήταν από το σπίτι του, τόλµησε να’ ρθει από ένα πλαϊνό σοκάκι  κι ετοιµαζόταν να µπει στο καπηλειό .Στο µυαλό του γύριζε διαρκώς το γαλόπουλο. Μ’αυτό θα τα ’φτιαχνε πάλι µε τη γυναίκα του. Και καθώς γύριζε να µπει στην ταβέρνα, βλέπει ένα παιδί της αγοράς µε µια κοφίνα στον ώµο. Φαινόταν γεµάτη µ’ αγριολάχανα, πορτοκάλια, ίσως βούτυρο και άλλα καλά πράγµατα. Και το κυριότερο : έναν γάλο. Το παιδί κοίταζε δεξιά αριστερά και φαινόταν να ζητάει κάποιο σπίτι. Ήταν έτοιµο να µπει στο καπηλειό.Έπειτα είδε το µαστρο – Παύλο και γύρισε:
- Ξέρεις, πατριώτη, του λόγου σου, πού είναι δω-χάµου το σπίτι του κυρ-Θανάση του Μπελιόπουλου;
- Του κυρ-Θανάση του Μπε...Μια ιδέα του πέρασε σαν αστραπή απ’ το µυαλό του Παύλου.
- Μου ‘πε τον αριθµό και τον ξέχασα, συνέχισε ο µικρός . Τώρα τελευταία έπιασε σπίτι εδώ χάµου, σ’αυτόν τον δρόµο. Τον είχα πελάτη... Παλιότερα καθόταν παραπέρα, στο Γεράκι.
- Του κυρ-Θανάση του Μπελιόπουλου! έκανε µε θάρρος ο µαστρο-Παύλος. Να, εδώ είναι το σπίτι του. Να φωνάξεις την κυρα-Παύλαινα, µέσα στην κάτω κάµαρα, στο ισόγειο...Αυτή είναι η νοικοκυρά του...πώς να πω...αυτή κάνει κουµάντο σ’ όλα..,είναι κουνιάδα του... δηλαδή ανηψιά του... φώναξέ την ... δώσ’ της τα ψώνια.
 Προχώρησε πέντε βήµατα προς την πόρτα τηςαυλής κι έκανε πως φωνάζει:
- Κυρά Παύλαινα , κόπιασε δω να πάρεις τα ψώνια,που σου στέλνει ο αφέντης σου...Τα πράγµατα καλά ήρθαν ως εδώ. Ο µαστρο-Παυλάκης έτριβε τα χέρια του από ευχαρίστηση κι ένιωθε στη µύτη του τη µυρωδιά του ψητού γάλου.Και δεν τον ένοιαζε τόσο για το γάλο όσο που θα τα’φτιαχνε πάλι µε τη γυναίκα του. Πέρασε, λοιπόν, τη νύχτα του σ’ ένα καφενείο που διανυκτέρευε και το πρωί πήγε στην εκκλησία. Ύστερα πέρασε τη µέρα του µε µια συντροφιά , αργότερα µε µια άλλη – παλιοί γνώριµοί του – στην ταβέρνα, που έµενε τις περισσότερες ώρες ανοιχτή,  µε τα παράθυρα κλειστά και σχεδόν χόρτασε µε λίγους µεζέδες και αρκετά κεράσµατα.Το βράδυ, όταν νύχτωσε πάλι, πήγε θαρρετά -λίγο ζαλισµένος είναι αλήθεια- και χτύπησε την πόρτα του σπίτιού του. Η πόρτα ήταν κλεισµένη από µέσα.
- Καλησπέρα κυρα- Παύλαινα, φώναξε απ’ έξω.Χρόνια πολλά. Πώς πήγε ο γάλος; Βλέπεις ; Εγώ πάλι; Ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Όλη η αυλή ήταν ήσυχη.Τα ισόγεια, οι τρώγλες, τα κοτέτσια της κυρα-Στρατίνας, όλα κοιµούνταν. Μονάχα ο σκύλοςγνώρισε τη φωνή του µαστρο-Παύλου και γρύλισε. Μετά κι αυτός ησύχασε.
Υπήρχαν εκεί, εκτός από τις τρεις - τέσσερις οικογένειες που έµεναν στ’ ανήλιαγα δωµάτια , δυο κατσίκες, δώδεκα κότες , τέσσερις γάτοι , δυο διάνοι και πολλά ζευγάρια περιστέρια. Οι δυο κατσίκεςαναχάραζαν βαθιά στο σκεπασµένο µαντρί τους, οι κότες κακάριζαν υπόκωφα στα κοτέτσια τους, τα περιστέρια είχαν µαζευτεί στους περιστεριώνες τους, τροµαγµένα από το κυνήγι που τους έκαναν τη νύχτα οι γάτες. Όλοι αυτοί οι θόρυβοι έκαναν την αυλή να φαίνεται κοιµισµένη, σα να ροχάλιζε. Ξαφνικά ακούστηκαν βήµατα από το σπίτι.
- Ε ! µαστρο-Παύλο, είπε καθώς πλησίαζε η κυρα-Στρατίνα. Να ’χουµε καλό ρώτηµα: τι γάλος και
γαλίζεις και γυαλίζεις και καλό να µου ’χεις λεβέντη µου; Είδαµε και πάθαµε να σκεπάσουµε το πράµα, να µην προσβληθεί το σπίτι. Εκείνος που είχε αγοράσει το γάλο ήρθε µεσάνυχτα κι εφώναζε ,έκανε φασαρία και µας φοβέριζε όλους, κι η φαµίλια σου, επειδή τον είχε κόψει το γάλο και τον είχε βάλει στο τσουκάλι, βρέθηκε στα δυο στενά ...κλειδώθηκε στην κάµαρα και δεν ήξερε τι να κάνει. Είπε κι ο κουνιάδος σου ... καλό κελεπούρι ήταν κι αυτό µαθές ... και πέρασε η φαµίλια σου όλη τη µέρα κλειδαµπαρωµένη µέσα, από φόβο µην ξανάρθει εκείνος που‘χε το γάλο και µας φέρει  και την αστυνοµία... ήταν φόβος να προσβαλθεί και µένα το σπίτι µου... Άλλη φορά, τέτοια αστεία να µην τα κάνεις µαστρο-Παύλο. Τέτοια προσβολή να λείπει από το σπίτι µου εµένα, τ’ ακούς;
Ο µαστρο-Παύλος ρώτησε δειλά: 
- Είναι ... είναι µέσα η φαµίλια µου;
- Μέσα είναι όλοι τους κι έχουνε καλά κλειδωµένα και το φως κατεβασµένο, για το φόβο των Ιουδαίων. Κοίταξε να µη σε καταλάβει από πουθενά εκείνος ο κακούργος ο κουνιάδος σου. Πάλι ...
- Είναι µέσα;
- Ή µέσα είναι ή όπου να ’ναι φτάνει... να κάπου ακούω τη φωνή του. Πραγµατικά ακούστηκε µια φωνή εκεί κοντά , που δεν υποσχόταν καλά πράµατα για τον νυχτερινό επισκέπτη.
 - Ε! µαστρο –Παυλίνε , καλός ήταν ο γάλος, έλεγε.Ποιος ήταν; Άγνωστο. Ίσως ο µαστρο –∆ηµήτρης ο γείτονας. Μπορεί κι ο φοβερός κουνιάδος του µαστρο-Παύλου.
- Και να µην πάρω κι εγώ ένα µεζέ; Παραπονέθηκε ωστόσο ο άνθρωπός µας .
- Τι σου χρειάζεται ο µεζές, µαστρο-Παυλάκη µου; ξανάπε η Στρατίνα. Τα πράµατα είναι πολύ σκούρα.Άσε τα αυτά. ∆ουλειά ! ∆ουλειά! Η δουλειά βγάζει παλικάρια. Ό,τι έγινε έγινε, να πας να δουλέψεις,να µου φέρεις κι εµένα τα νοίκια µου. Τ’ ακούς;
- Τ’ ακούω.
- Φέρε µου εσύ τον παρά κι εγώ, µ’ όλη τη φτώχεια µου, τη θυσιάζω τη γαλοπούλα και τρώµε.

 Ακούστηκε από µέσα βραχνό µουρµούρισµα. Ύστερα µια παιδική φωνή:
- Την υγειά σου µατο-Πάλο, τεµελόκυλο, κακέ πατέλα. Τον φάαµε το λάλο.Ήταν φανερό πως ο κουνιάδος του ήταν εκεί κι είχε δασκαλέψει το παιδί να τα λέει αυτά.
- Μην κάθεσαι ούτε στιγµή µαστρο-Παυλέτο, είπε η Στρατίνα.Το καλό που σου θέλω. ∆ρόµο τώρα κι από µεθαύριο δουλειά … δουλειά !..Κρότος ακούστηκε, σα να σηκώθηκε κάποιος από  µέσα και να πλησίαζε µε βαρύ βήµα στην πόρτα.
- ∆ρόµο, ξανάπε µηχανικά ο Παύλος και συµµορφώθηκε µε τη λέξη. ∆ρόµο και δουλειά !


Χριστουγεννιάτικο διήγηµα του Αλ.Παπαδιαµάντη.











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου