Το σπίτι του Καρκάνη |
Έζησε απ’ την φύση και πλάι στη φύση αποπνέοντας τις μοσχοβολιές της ανακατεύοντας τα χώματά της, μαζεύοντας τους καρπούς της. Σα γυναίκα του Νώε της Ανωής, είχε τους κιβωτούς των ζώων της που τη συντρόφευαν ανθρωπινά και την έτρεφαν θεϊκά. Ξεροθυμούσε με τις μαντραούρες, τις οβριές και τα κούμαρα, όλα ποιήματα της φύσης στον ανωησάνικο μικρο-παράδεισο με τις καθημερινές πικρές γεύσεις. Οι πικράδες και οι στιφάδες της ζωής ήταν πάντα ανάκατες με το θυμαρίσιο μέλι και τους χυμούς των φρούτων.
Η θειά η Αγγέλω, ακόμα κι όταν ξέχασε να μετρά τα χρόνια της, δε φοβήθηκε το θάνατο, μα τρόμαζε μπρος το φάσμα της προθανάτιας αρρώστειας. Δεν ήθελε να δοκιμάσει ούτε τη συμπόνια ούτε τη αγάπη των ανθρώπων. Την φόβιζε η απονιά κι η περιφρόνια, την τρόμαζε η δοκιμή και το στοίχημα της προσφοράς και της ανθρωπιάς. Ηθελε ίσως να μην ενοχλήσει, να μην υποχρεώσει, να μην προβληματίσει. Ήθελε νάρθει και να φύγει, σαν αποδημητικό στη μικροφωλιά που έφκιαξε, κι έζησε και που δεν της ανήκε. Το πέτρινο σπιτάκι της δίπλα στον Αϊ-Σπυρίδωνα των Παϊζέων, φρουρός κι εκείνος του ανωησάνικου υπερήφανου πνεύματος. Μιλούσε καθημερινά μαζί του, γιατί ήταν ο Άγιος της διπλανής της πόρτας. Η ομιλία του με ακατανόητες προσευχές και παραφθαρμένους εκκλησιαστικούς ύμνους στο φως των κεριών και την ατμόσφαιρα του λιβανιού, όσο κι ναν ήταν μονόλογος την ανακούφιζε.
Στο τέλος της ζωής της η παράκληση πήρε σκληρότερη μορφή. Η χρόνια γνωριμία μαζί του της έδωσε το δικαίωμα ν’ απαιτήσει. Ήταν αποφασισμένη να διεκδικήσει επιτακτικά αυτό που ονειρεύονταν σαν τέλος ζωής. Ίσως γιατί είχε κουραστεί να σταυρώνεται… Κι άλλωστε, το στοιχειό του χτικιού έσερνε απειλητικά τις σάρκες του στην Ανωή εκείνα τα χρόνια. Τη μέρα της διεκδίκησης σηκώθηκε πιο νωρίς απ’ το συνηθισμένο κι ανέβηκε στο βουνό. Ανέβηκε κοντύτερα στον ουρανό κι αυτό της άρεσε. Μάζεψε ένα μεγάλο δεμάτι με καψόξυλα με την ίδια λαχτάρα που μάζευε μικρή αγριολούλουδα και μεγαλύτερη χόρτα. Ήταν λαϊπόδια, πουρνάρια και κουμαριές. Κάπου ξεχώριζαν και φούντες πεύκου και κυπαρισσιού. Ήταν το δεμάτι της ζωής της. Το φόρτωσε στην ποδολόα της και με το βλέμμα στην ροδισμένη ανατολή, όσο κι αν σκουντουφλούσε στα γνώριμα μονοπάτια, έφτασε γρήγορα στο προαύλιο του Αγίου. Άνοιξε την πόρτα με το δεμάτι στο κεφάλι, έσκυψε στο κατώφλι, φωτίστηκε το πρόσωπό της στο τρεμουλιαστό ημίφως των καντηλιών, προχώρησε και τ’ απίθωσε στον Αϊ-Σπυρίδωνα, όπως άλλοτε τα λουλούδια. Στάθηκε μπροστά του να ξανασάνει και ν’ ανακτήσει τις δυνάμεις της, που φυσιολογικά την εγκατέλειπαν. Εκανε το σταυρό της σα να ορκιζόνταν, κι άφησε μια-μια τις λέξεις να κυλήσουν σα μαργαρίτες ψυχής στα πόδια του:-«Άκουσε με Άγιε. Μη μ’ αφήσεις να κοιλιορέψω απ’ την αρρώστια και να μου τη δώσεις μια και καλή, γιατί θα σου βάλω φωτιά με τούτο το δεμάτι και θα σε κάψω… Στ’ ορκίζομαι, αφέντη μ ’ Άγιε…τ’ ακούς;»
Είπε, λίγο μετά ,στις γειτόνισσές της πως ζαλίστηκε και δεν θυμόνταν τίποτε. Εννοούσε όμως την απειλή της, κι αισιοδοξούσε πως ο Άγιος την άκουσε. Της ήταν αρκετό. Το δεμάτι παρέμεινε ανέπαφο στην αυλή της τη φοβερή μέρα που δεν ήρθε ποτέ. Ξεφύλλισε τα’ αμπελάκι της, μάζεψε δυο φορές χόρτα για πίτες, μέτρησε τη σοδειά της και γύρισε στο σπίτι της. Εκείνο το πρωινό έσβησε το κερί της ζωής της, κι ο άντρας της τη βρήκε σωριασμένη κάτω απ’ τα κονίσματα μ’ ένα πικρό χαμόγελο στο στόμα.
«Κι οι άγιοι φοβέρα θέλουνε»… είπαν κάποιοι στο χωριό, όταν μαθεύτηκε το νέο. Ο άντρας της ο Καρκάνης την ακολούθησε, χωρίς απειλή στον Αϊ-Σπυρίδωνα, ένα μήνα μετά, αφού έκαψε το δεμάτι και συγύρισε τα πράματα στο σπίτι. Η τελευταία «χοιροπετσά» του –το χοιρόδερμα των τσαρουχιών που έφκιανε- κρέμεται ακόμα στον ερειπωμένο τοίχο, που κάποτε στέγαζε ένα Ανωησάνικο μικροόνειρο…
Από το βιβλίο του Δ.Παΐζη-Δανιά «Ιθακησιακά»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου