Έχω ένα βίτσο, που καιρό γυρεύω νάβρω που το κονόμησα. Βεραμέντε μ’ αρέσει να βγάνω βιάντζο το μπαστούνι μου και πολλές βολές τόχω παραμόσκαλα και άλλες βολές τ’ ακουμπάω κάτου. Πολλές βολές θυαμένομαι, πως όσο το πάω εγώ… καλά είναι κι αλάργου νανείναι η ώρα που θα με πηαίνει ευτήνο… ενοείται όσο θα παδήρω μέχρι ν’ αποκάμω. Μ’ αρέσει να ντο παίζω μέσ’ τα σκέλια μου, να ντο χαϊδεύω στσι κόμπους, να ντο φέρνω βόλτες και να πιθώνω απάνου του τα χέρια μου και το πηγούνι μου. Έχω νοήσει πως με αητάρει στη συλοή, με ξεθυμαίνει και πως έχω ένανε μπιστόνε φίλο, που πάντα μ’ ακούει και ποτές δε μου σκώνει το έρτσι. Τόμου το σκέφτομαι καλά, ευτό το βίτσο θανείναι κληρονομικό και ευτήνη μου η τσάκιση είναι Σταυριώτικη γιατί είμαι από τη συριά των Κουβαραίουνε λόγω προσνόνας Αμαλίας.
Φαίνεσται το λοιπόνε πως είμαι ένας μπαστουνάς και πως ευτό το μπαστούνι μου θα μ’ αητάρει, θυαμένομαι εξόν από τα ρέστα να ρίξω το πρικοίλι πο κονόμισα, λίγο από καθισόνι και πολύτερο από τη μπαόρδα. Για το πρικοίλι το λοιπόνε με το μπαστούνι μου παραμόσκαλα, 20 του Μάη εκίνησα για τα τρία χωριά, για τσι γύρους ενοείται, για το πατρικό προσκύνημα.
Ο ήλιος έσκασε στο Βροντισμένο κι εγώ είμαι στ’ αλώνια και πρεβατώ για του Βούρκου, για τη Βεντουρόραχη. Ο δρόμος δεξά – ζερβά γιομάτος γεροντολούλουδα, χαμοσκίδι, ασπροπασές, μολόχες, αζακάδες, ρολόγια, καμπάνες, γατούλες, γαϊδουράγκαθα και αγκαλιά με τσι μαρτιάκους και τα κίτρινα λουλούδια τσι πρικαλίδας. Στη Βεντουρόραχη τα σπάρτα κατακίτρινα, ανθισμένα τα φελίκια στη φιέρα τους και τα βελάνια κρέμονται πίσω απ’ τα’ αγριλιές και τσι σκοινόμαζες και ούλος ο μαζός είναι καταπράσινος. Εδώ έχει βάτους γιομάτους φατσόμπουρα, βουκίθρι σταλωμένο κι ανθισμένες αγραγκελωνιές. Έκαμα κάτου στσι κάμπους και πάω για τ’ αλογάμπελα. Εδώ τ’ αγριόσμερνα, ο απίγανος, οι γονατάδες, οι λύκοι, γλυκόριζες, νυχάκια, καλογηροβορβοί, δρακοντιές, καμπανέλες, λιμοχόρταρο γιομάτος ο τόπος, τρόχαλα γιομάτα γρυπάρι, μονιές του λαού μολημερνές και λακούλια σκυλαμένα και γλυμένα απ’ τα ζωντανά. Εδώ δίπλα ένα αμπέλι φραμένο, φρούριο καταπράσινο και μπριτού στο ρεβελί νια σπίθα μέντα διαμόσκος, ξιδοτριαντάφυλλα, γλυκάνισο και στην εμπασά βιολέτες πολυκόμπι, τσακοράφες και κουκουβαολύχναρα. Εδώ έχει και λάχανα γιατ’ είν’ απαντημένο. Εδώ έχει μεραλίδες, πεντενεύρια, συνάπια,σκατζίκι και μπαρμπαρόσκορδα για τσιγαρίδια, ροδίκια, ζόχους, σταρίδες, γαλάζους βορβούς, αψίλιθρα και απά στσι λιθιές σκαρφαλωμένες οβριές και σπεράγκια αγκαλιά μ’ ασφελαχτούς και αγριόσμερνα. Τ’ αμπέλι ολόϋρα είναι γιομάτο λιτουρίδες, αγριάδα, μαρτιάκους, βελιούρι, αγριόβρωμο, σπαθιά ξυνάδα, σμέρνα , λογιώνε λουλούδια ξανθισμένα και στη μποριά η μπαρμπαροσυκιά γιομάτη μπαρμπαρόσυκα. Κακά, πο δεν έβαλα τσ’ αρβύλες μου, γιατί είναι ο τόπος γιομάτος απόμπιξες, αήλακες και αγκάθια. Εγιόμισα κολιτσίδια και λιγκόνια, έντεσα σε σπερδούκλια και βάτα, εμπήκε στα μάτια μου σκόνη τσι ασφάκας και με χτύπησε στο μάτι ή αστάχυ, ή αγριόβρωμος ή γέρα.
Είμαι στην Αγία Κυριακή, μεσ’ το σανό που τον εκόψανε και πατώ στη ράπη. Έχασα τη βλέψη μου και πρέπει να κάτσω σε νια πλακούτσα να φκιαστώ, μέχρι να διαβεί ο δεντρόγαλος και να τρυπώσει η αστριτοχιά. Προχωράω κι έβαλα ένα φιδόντυμα στο σακκούλι μου, μαζί με λίγο αίσωπο πόβρηκα και λίγο βαλτσαμοχόρτι. Εδώ στον Άη Σώστη οι αλησφακιές χολομανάνε, αλλά ας μη φορτωθώ από δω κάτου αφού έχει και στο χωριό, στη πατημιά. Έβρηκα δίπλαθέ μου ένα λιμοκοντόρο Κωσταντίνο κι έφκιασα με δαύτονε τσαμπούνα κι έκοψα κι από τ’ αγιόκλημα δυο κλαριά να φκιάσω πίπες για τσι κατοτινούς θεριακλήδες. Μ’ έπιασε και βήχας μέσα στ’ άλλα, η άνοιξη με μποδάει στην ανασασά. Το περδικάκι πόπιασα και το λίγο χαμομέλι πόμασα στο σακούλι μου, μ’ αναδράμανε και μόρχεται στένεψη. Μ’ έπιασε και φαούρα, ευτυχώς πόχει μολόχες και θα τριφτώ και θα μάσω και μολοχάνθι. Κοντεύω να φτάσω στο πατρικό αμπέλι στο προσκύνημα, αλλά με διψάει πολύ. Εφρύηκα και το νερό μου εριπίστηκε. Είχα το παούρι το παλαιό, το λάτινο του Τούμπα, αλλά μόφυε το καρούλι απ’ τη μπούκα γιατί εξεφύρασε. Δε ντόσφιξα καλά με το λινάρι γλέπεις, γιατί ειμ’ απάνιαος.
Είμαι στο λάκκο του Πονήρη, στο σταύλο στου Ματρόζου, μπροστά στ’ αμπέλι το Μπελέϊκο. Πεντ’ έξι προβατίνες κολοκουρισμένες, βόσκουνε καβελαρούδι, βροντοθέρους, αβροκύθι, αλογοτρίφυλλο, μπαμπακοτρίφυλλο, παρανυχάκι, λισόγερα και πολυκόμπι. Η μεγάλη λίμπα είναι γιομάτη νερό και η νεροκράτα παραπέρα ξόχειλη γιατί από βραδύς έβρεξε καβελαριές. Εκρέμασα το σακούλι μου στη κοκορεβυθιά κι έσκυψα στη λίμπα. Εφύσηξα δυνατά να φύουνε τα τσάχαλα, οι τζωρτζαίοι κι οι βερβέλες κι έχωσα τα χείλια μου στο νερό. Ο νόνος μου δεν έπαθε τίποτις ποτέ απ’ τη λίμπα, γιατί να πάθω γω;
Το καλύβι στο προσκύνημα γκρεμισμένο γλέπω. Στο τοίχο νια φούρκα, νια γαλόλατα παλαιά κρεμασμένη σε νια μετζάνα και δυο κουδουνίστρες. Τ’ αμπέλι ξαμπελωμένο, τρεις λάκοι γιομάτοι λουλούδια και πρασινάδα. Μεταξάκι, πρικαλίδες ανθισμένες (κίτρινες), ζουμαρίδες (κίτρινες), κουφολαχανίδες (μωβ), μουστάκια (ραδίκι), αλευρίδες (κίτρινες), πράντζινο (μπλε), λαϊπόδι, πρασουλίθρες (άσπρες). Ο ασφελαχτός εκαβελάρωσε ολούθενε ανθισμένος (κίτρινος) και στσι λιθιές, καβελαρούδι (μπλε) αγριοκυκλάμινο και σκορπίδι πούναι γιατροσόφι για τα νεφρά. Έχει και σπάθες και κρινάκια άσπρα και ρόζι και γουρουνάκια ρόζι και πορδοχόρτι και βρωμοχόρτι αβέρτα. Να και δυο ψιλορόγκες αγκινάρες ξεσταχιασμένες με γαλάζο στέμμα, δυο λιμπάρμαρα με τα σπαθένια φύλλα και στη σειρά στη κούρτη, σπλόνοι ανθισμένοι κίτρινοι, γιομάτοι ζωΰφια και σφίγκες. Πόσες βολές μικρός, λεχονούδι δεν άναψα τη φωτιά στο ρόγκο, με σπλόνο πούναι καλό προσάναμα και με ασφελαχτό αντάμα.
Είμαι στη δεύτερη λαχίδα στη μαυροδάφνη και στο γονιάτη και απ’ αλάργου κάτι που γαλαζώνει μούκαζε για λινάρι, μα που τέτοιο όνειρο…!!! Εσαλτάρισα και παρα λίγο να βγάλω το σφόντιλά μου, γιατί επάτησα απά σε γουρνοπάπουτσα που δε φαίνονται από τα πράσινα φύλλα τους κι από τσι μουτρούνες. Εδώ είναι γιομάτο αγριορίγανη, αγριαγκινάρες, αβροκήθη και κουμαριές με σταλωμένα κούμαρα. Κάπου εδώ ακουστά… έχει και σκάρφη γιατρικό άμα θέλεις να… ξεθεμελέψεις να δόντια σου!
Καλά περνάω, παρί εμεσημέριασε κι ο ήλιος ψένει, με βάρεσε κατακούτελα και δε φορώ και το κουρμπούσι μου. Έβρεξα το μαντήλι μου στη λίμπα, έβρεξα και λίγα κοκορεφιδόφυλλα, τάβαλα στο κεφάλι μου και του 'δωσα γι’ απάνου.
Τι ωραία εποχή! Πάντα εν σοφία ο γεραμπής εποίησε! Οι ελιές χολομανάνε, εσφράγησε ο καρπός και ειν’ εφέτο βαϊσμένες. Οι αμυγδαλιές φυλλωμένες με σταλωμένα τσίγαλα, τα κλήματα φυλωμένα και σφραησμένα κι εγώ είμαι στη παράδεισο. Έφτασα πίσω στ’ αλώνια στου Λυρή και νια αγράμπελη πίσω απ’ το κισσό μ’ αναγελάει. Δυο παπαρούνες εσκύψανε τα κόκκινα κεφάλια τους για χαιρετούρα. Τα κυπαρίσσα του Χαβήνα και το ρουπάκι τσι Διαμάντως σώνται και κουνιώνται στο λιοβόρι κι εγώ…
Έφτασα στο κονάκι μου, πίθωσα το μπαστούνι μου και το σακούλι μου, έβρεξα ένα αρμό ψωμί και το 'φαα με λάδι, ρίγανη και σκόρδο, χωρίς τουβαέλι και προσφάι, έφαα και τρία κορόμηλα πο σκαρίσανε και… έβγαλα νερό απ’ τη στέρνα, εγονάτισα κι έπιασα το σύκλο απ’ τ’ αρβάλι, έπια νερό σα γάϊδαρος με το στόμα και … τα ρουθούνια και… εξεράθηκα στο πόρτεο, στο γκαναπέ… χορτάτος και… γιομάτος!!!
Ο ΑΝΩΗΣΑΝΟΣ
Από την εφημερίδα "Πλατύ Ρείθρον"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου