Μίμης Σούκης -Ανάσταση στην Ανωή |
Αν τέλειωναν οι στεριανές υποχρεώσεις και οι θαλασσινές εκκλήσεις, στηνόταν στην πόρτα κι απομυζούσε τη γύρη των λεγομένων και καμωμάτων των περαστικών, που εν πολλοίς έμαθε να τα συντηρεί ή να τα εκμαιεύει. Απομακρυνόταν τόσο όσο ν’ ακούει το κουρδιστήρι-τηλέφωνο του γραφείου που ήταν το μοναδικό στο Κιόνι. Αυτό και μόνο ντο γεγονός, τον καθιστούσε πανελεγκτή και παντογνώστη της υποδόριας ζωής και κίνησης του Κιονιού και του προσέδιδε μιας μορφής παντογνωσίας (και εν δυνάμει παντοδυναμίας) στα τεκταινόμενα. Κατά τα άλλα, σε κείνη τη παράγκα τουρτούριζε το χειμώνα και ψηνόντανε τα καλοκαίρια, δίχως χριστιανικό έλεος (Ούτε μαγκάλια δεν περισσεύανε!).
Τέλος του καλοκαιριού και κατέπλευσε το καΐκι από πέραθε (=Ακαρνανία) με όλα τα καλούδια της μεγάλης στεριάς. Δεν απόλειπαν οι πατάτες-κουτούπες, τα κρεμμύδια ( με τρία μισοφόρια, που λέγανε), τα όψιμα καρπουζοπέπονα και ο περιούσιος σανός. Σανός, πλούσιος σε μπάλες για τα ζώα και κυρίως τους εξήντα τόσους γαϊδάρους του Κιονιού. Η ντόπια παραγωγή ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, κι ότι υπήρχε καθαρίζονταν φρέσκο κι επί τόπου. Που οι μίσχοι των σιτοβολώνων της Ζαβέρδας και που τα μιξιάρικα μισχίδια της θιακιάς πανίδας και ανύπαρκτης καλλιέργειας!
Η άφιξη του σανού, που μοσχομύρισε το Κιόνι, πυροδότησε ένα ατελεύτητο σύρε κι έλα γαϊδουριών και γαϊδουρο-νοικοκυραίων, μέχρι την εξάντληση του φορτίου. Να σωροί γαϊδουροβουνιές στην παραλία και τα γουλιά, που συγκινημένοι με το ελαφρύ φορτίο-φαγητό, απέρριπταν οι γάιδαροι με κατουροχαιρετίσματα, και βέβαια δεν απέλειπαν ούτε και οι προς τα κάτω αναρτήσεις των μορίων μπροστά στο μεγάλο φαγοπότι του χειμώνα. Όλο εκείνο το σούρτα-φέρτα περνούσε μπροστά απ’ τη παράγκα του κοινοτικού γραφείου και τα μάτια του γραμματέα, που βρήκε δουλειά να κάμει καταγράφοντας κινήσεις και αγορές. Πέρασε η θεια η Αρσενία του Καμπέη ,σπουδαία νοικοκυρά με τη Μόσκα και τον Κίτσο της, πέρασε η Μαρία του Λάκη, πέρασε… πέρασε κόσμος και κοσμάκης, κι ο Μίμης στο ρόλο του πειραχτηριού κι όπου καταλάβαινε πως σήκωνε, εξαπέλυε τη φράση-Καλή όρεξη!, και συνέλεγε τις αντιδράσεις. Αν η θεια Αρσενία απάντησε μ’ ένα –Καλημέρα γιε, κάποιοι άλλοι τον εξαπέστειλαν εκεί που απεύχονταν ο παπα-Αχιλλέας, ο πατέρας του, ή με το –Αν μιλούσε ο γάιδαρος κάτι θα σούλεε, αν και οι περισσότεροι κάνανε πως δεν ακούγανε και τραβάγανε μια καμτσικιά στον πισινό του γαιδάρου, για να μην την δώσουνε στο Μίμη, -Που δε ντρεπόντανε, γιος παπά και γραμματιζούμενος, να πειράζει το γκόσμο! –Αε, βωρέ, φάε σκατά… μόνο για σανό δεν είσαι, του πέταξε ο Θεόφιλος, κι ο Μίμης σα να χώθηκε στην… τρύπα του.
Να κι ο πελωριώδης, ο μπάρμπα-Κώστας ο Αμώνης, καβάλα στο γάιδαρό του, και τη θεια Χάιδω, τη γυναίκα του, ν’ ακολουθεί πέντε βήματα πίσω –Μη μπάει και πέσει ο Κώστας της, που με το βάρος του είχε ξεταφιάσει το έρμο το ζώο, όπως παρατήρησε ο Μηλιαρέσης πούβλεπε τσι ποδάρες του Κώστα να σέρνονται στο χώμα.
Ο Μίμης παίρνει θέση, ακουμπώντας στην πόρτα του γραφείου και στο παντοτινό χαμόγελο του Κώστα, πετάει την ίδια, σκωπτική ευχή καλή όρεξη!
Ο Κώστας άνθρωπος με πηγαίο χιούμορ, λίγο τραυλός κι ο μόνος που συνέλαβε το νόημα του πειράγματος του Μίμη, τράβηξε το καπίστρι του γαϊδάρου, κοντοστάθηκε και απάντησε τραυλά, σε γελαστό πάντα πλαίσιο.-Εεεεεευχαριστώ κοκοκοκοπιάστε! *
* Στη θιακιά γλώσσα σημαίνει: Περάστε να φάτε μαζί μας.
ΠΗΓΗ: ΙΘΑΚΗΣΙΑΚΑ Γ',Δ.ΠΑΪΖΗ-ΔΑΝΙΑ
Αφηγηματικός πυρήνας: Γιάννης Σούκης
Αφηγηματικός πυρήνας: Γιάννης Σούκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου