Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

O ΜΠΑΡΜΠΑ ΓΙΩΡΓΗΣ Ο ΚΑΤΕΡΗΣ

Ο γάμος του Γιώργη και της Κωσταντούλας
Υπήρξε για δεκαετίες ο προθμεύς του πλατρειθιώτικου Αχέροντα,ο αδιαφιλονίκητος χωροτάξης του διαδαλώδους ταφικού χώρου των Ταξιαρχών, ο συμπαθής μεσολαβητής του Χάροντα, ο μπάρμπα-Γιώργης ο Κατέρης. Όφειλε την δραστηριότητα του στο τρίπτυχο της αδυσώπητης μοίρας και των συνήθων υπόπτων συνεργών της, δηλαδή του γιατρού του Δανιά ή του Κουβαρά και του παπά –Κώστα. –« Ετούτοι δω, μου τσ’ ετοιμάζουνε»… έσπευδε να πει κάθε φορά με απολογητικό ύφος, εννοώντας γιατρούς και παπάδες. Χαμογελούσε όταν ο μπάρμπα Νίκος τση Λάμπραινας τον προσφωνούσε «Αμπασαδόρο του Αϊ Πέτρου και θάφτη της πλατρειθιώτικης ανθρώπινης σοδιάς».
Ο μπάρμπα-Γιώργης ήταν ο αυτόκλητος και περιούσιος, ο αφ’ υψηλού φύλαξ-άγγελος του συγκροτήματος των Ταξιαρχών που περιελάμβανε τον Ναό του πρώην μοναστηριού των Ταξιαρχών, το καμπαναριό που μετέφερε στο Πολυκτώριο τους παλμούς της λατρείας, της ζωής και του θανάτου, το κοιμητήριο, την βίδα που άλεθε τους καρπούς των αμέτρητων ελαιόδεντρων των Αγίων, το σύνολο δηλαδή των γήινων και μεταφυσικών δραστηριοτήτων των προστατών του Πλατρειθιά.

Το πενιχρό, γλισχρό επαγγελματικό εισόδημα του νεκροθάφτη σε συνδυασμό με τα συναφή φιλοδωρήματα του πορθμέως, προς εξευμενισμό των εκείθεν δυνάμεων του Άδου και συνεπικουρούμενα από τυχόν εργατικά, το κοτέτσι, τη γίδα και το λαχανόκηπο, εξασφάλιζαν τα προς το ζειν – «και ζέεσθαι», όπως πρόσθετε ο παπα-Κώστας- στην τετραμελή του οικογένεια, δηλαδή στη σύζυγό του Κωσταντούλα και τα δυο του παιδιά, τον Μιχάλη και τη Λουκία. Το Κατεραίϊκο ανατολικά του Ταξιάρχη, στο λιθόστρωτο προς τους Αγίους Σαράντα αν δεν ευημερούσε, συγκαταβατικά «κουτσοημερούσε», κατά τον μπαρμπα-δάσκαλο τον Μπέλεση.  Άλλωστε το κρέας ή το ψάρι άφηναν τις ευωδιές της παδέλας να ξεφεύγουν άπαξ τουλάχιστον της εβδομάδας. Κάπως έτσι ήταν η ζωή σε πολλά σπίτια του τότε Πλατρειθιά, αν δεν την ανακούφιζαν τα τσέκια του εξωτερικού.
Εμείς τα σχολιαρούδια της Κυρίας Κατίνας, της δασκάλας απ’ το διπλανό σχολείο, όταν ακούγαμε σκάψιμο στο κοιμητήριο τρέχαμε κλεφτά να χαζέψουμε τον μπάρμπα-Γιώργη και τις ταφικές του εκπλήξεις!Αργότερα αντιλήφθηκα πως έτσι εξέφραζε τις μεταφυσικές του ανησυχίες, κι ίσως αυτό ήταν το κεκρυμμένο μυστήριο που προσέδιδε το ενδιαφέρον… -«Κθέρετε, γιε, ποιανής είναι το καύκαλο;» (ήταν ψευδός) και μετά από μικρή παύση απαντούσε ο ίδιος με βεβαιότητα ειδήμονος :- «Είναι τση νόνας τση θειας Ακριβούλας του Πορδή». Έκπληκτοι εμείς!!! -«Κθέρετε, γιε, τι κοκάλα ειν’ τούτη…;Είναι το αριστερό πάνου ποδάρι του νόνου του Πλάτικα»…-«΄Ητανε, γιε,πλούσιος ή πένης, βασιλεύς ή στρατιώτης, δίκαιος ή αμαρτωλός;» -«Κθέρετε, γιε, τι έλεγε ο Τσατσάρης, που τούφκιαξε τη προτομή ο Τόμπρος όσο ζούσε; Αν φτωχύνει ο Θεός θα φτωχύνει κι ο Τσατσάρης… Κι εμένα έβαλε ο Θεός και τον έθαψα πάμφτωχο στην κάσα του Ταξιάρχη»… Κόκαλο εμείς, βάζαμε το κεφάλι κάτω και φεύγαμε ανίκανοι ν’ απαντήσουμε στα μεγάλα ερωτήματα. Το ότι πάντως έπειθε μικρούς και μεγάλους για την ταυτότητα των οστών και των κρανίων, που επεδείκνυε στους περίεργους ή ενδιαφερόμενους, ήταν μάλλον γεγονός, αφού εγνώριζε τους ενοίκους του νεκροταφείου «από γενεές δεκατέσσαρες». Για τους αμφισβητίες και τα πειραχτήρια, η απάντησή του ήταν στερεότυπη. Δεν άφηνε περιθώρια αντιδράσεων ή αντιρρήσεων με κοφτές φράσεις όπως: - «Τον κακό θου τον καιρό και τον ψυχρό θου Μάη…»
Ήταν ένα κράμα αγαθοσύνης και καλοπροαίρετης πονηριάς που τσάκιζε κόκαλα, απρόσμενα κι αθωότροπα. Έβγαζε αναπάντεχα τις απώτερες σκέψεις του, δίχως ανάλογες αντιδράσεις απ’ όποιον κι αν τις εισέπραττε. Από τον θώκο του νεκροθάφτη, κρίκος της ζωής και του θανάτου, επιτιμούσε και κατακεραύνωνε τους πάντες με τον τρόπο και το ύφος του, κι εισέπραττε όλη την ανεκτικότητα και την αποδοχή των πιστών και των απίστων του Ταξιάρχη. –«Πέθανε συ και βλέπεις» ή «πέθανε κι εγώ θα σου στρώσω»… ήταν οι καταληκτήριες φράσεις του , ενώ έκανε την χαρακτηριστική του μεταβολή κι έφευγε αφήνοντας να πλανώνται απειλητικά μακάβριες σκέψεις.
Μουστακάκι αλά Τσάπλιν, σκούφια ριγωτή με κουμπί στην κορυφή της, το σακάκι κρεμασμένο στο αριστερό μπράτσο , ενώ το δεξί το έστριβε και το κόλλαγε στην πλάτη με το χοντρό δάχτυλο ανασηκωμένο ερωτηματικό. Βήμα κοντό κι ανάλαφρο, με ανασηκωμένα πόδια σαν να πατούσε και κινούσε αόρατα πεντάλ. Το σύνηθες ημερήσιο δρομολόγιο Πλατρειθιάς- Σταυρός των 20 λεπτών, ο μπάρμπα-Γιώργης το έκανε 40… -«Τι είκοσι, τι σαράντα, γιατρέ μου, τι μπροστά και πίσω, τι κατά το Κιόνι και κατά Χώρα»   –έλεγε στον πατέρα μου - «ούλοι  κατά τον Ταξιάρχη πάμε»!
- «Μην κοιμάσαι γιε  πολύ», -κήρυττε στο κουρείο του Αντρέα του Λάμπρου- «κερδίστε ένα μπουκάλι χρόνο απ’ τη μαγκούφα τη ζωή. Μια ζωή κι έναν αιώνα θα κοιμάστε στον Ταξιάρχη με στρώμα το χώμα και κουβέρτα το γαρμπίλι… χειμώνα-καλοκαίρι δίχως ψάθα και ομπρέλα!» Και ποιος να του πει όχι…Οι κουβέντες κι οι παραινέσεις του ήταν καλά μελετημένες και προσαρμοσμένες στο θεάρεστο έργο του, που μόνο εκείνος δεν υποτιμούσε…


Από το βιβλίο του Δ. Παΐζη-Δανιά "Ιθακησιακά"
Η φωτογραφία ανήκει στην Γρίβα Σοφία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου