Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2019

ΓΡΑΦΩ ΣΤΟ ΘΟΔΩΡΗ ΟΛΩΝ ΜΑΣ…



"Θοδωρή μου, 
Θυμάσαι κάτι τραπέζια «Μυστικούς Δείπνους», που αρχή εκάνανε στο «γιοφύρι» με το σουβλάκι του Διγαλέτου και καταλήγανε στ’ «Αστέρια» του Σταύρου;
Θυμάσαι το πάρτυ στο «τρίγωνο»;
Θυμάσαι πόσους έχωνες στο τζιπ μετά τα γλέντια;
Θυμάσαι τον κόσμο και το ντουνιά στο σπίτι σου τα χαράματα για το «coffeetime»,με μυρωδάτο αμερικάνικο Maxwel, πρωτοπορία στον Πλατρειθιά των ‘70s;

Θυμάσαι,που σαν «γκατζετάκιας» γνήσιος και πολύ μπροστά σε σχέση με άλλους ως προς την τεχνολογία της εποχής, ήσουνα από τους πρώτους που έστησαν τρίποδα  για τις κάμερες και τις polaroidσου;
Θυμάσαι κάτι Πάσχα στο Παπαδέικο πόσοι συνωστιζόμασταν μπροστά στις τελευταίου τύπου μηχανές σου, δίπλα στον οβελία;
 Θυμάσαι μια χρονιά, στο σπίτι μου στ’ Αι Σαράντα, το «κάζο» που πάθαμε όλοι όταν ο πατέρας μου, στο τέλος της εκτενούς και ποζάτης φωτογράφισης, ανακάλυψε ότι η μηχανή σου δεν είχε φιλμ και σχολίασε αναλόγως;
Θυμάσαι εκείνο το καλοκαιρινό ταξίδι στην Κέρκυρα –θάτανε το 72-73– όταν έγινα η «πρωταγωνίστρια» στο δοκιμαστικό της καινούργιας σου κάμερας, που είχες λυσσάξει να γυρίσεις στο Αχίλλειο, κι ένοιωσα για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή μου σαν τη ΡόμυΣνάιντερ στην Αυτοκράτειρα «Σίσσυ»;
Θυμάσαι που μ’ έχωσες παράνομα στο καζίνο για να το δω– ήμουνα βλέπεις ανήλικη– κι αισθάνθηκα ότι έκαμα την επανάστασή μου;
Θυμάσαι, όταν ο μπάρμπας μου και φίλος σου αδερφικός, ο καπετα Μιχάλης, είχε στείλει του πατέρα μου το μαγνητόφωνο με τις μπομπίνες κι εσύ –ποιος άλλος εννοείται– του μάθαινες πώς λειτουργεί, που εγώ κρυφά έκλεβα τις πληροφορίες πίσω από μια πόρτα; «Φύγε από δω, μικρό…», έλεγες…
Θυμάσαι πόσα πανηγύρια κάναμε στις χωματένιες λίμνες, πόσες λαμαρίνες με κοτόπουλα κουβαλήσαμε στους φούρνους των πρόθυμων να ψήσουν για το πανηγύρι, πόσα τραπέζια από τις αυλές κουβαλήσαμε όταν γέμιζαν εκείνα του ομίλου;
Θυμάσαι, πόσους λαχνούς σφραγίσαμε,  πόσες αφίσες φτιάξαμε για την Παναγιά, που εσύ τις ήθελες σοβαρές κι «εκκλησιαστικές» κι εγώ μοντέρνες και κουλτουριάρικες; «Όχι έτσι, ρε Λιλάκι…», έλεγες… 
Θυμάσαι πόσες πρέφες και τάβλια και καντάδες με τον πατέρα μου στη χειμωνιάτικη στόφα μας ή στην καλοκαιρινή αυλή μας;
Θυμάσαι;;;;
………………………………………………………………………………………………..
Και κάπως έτσι, με τούτα και με τ’ άλλα, σαν «πανταχού παρών», που λίγο μόνο απουσίασε τώρα στο τέλος, σαν κομμάτι του χωριού μας οργανικό, της νιότης μας και της ζωής μας, «τα μάζεψες» κι εσύ… Εδώ που τα λέμε, δεν έβαλες «νερό στο κρασί σου», όπως ήθελες έζησες… Γύρισες τον κόσμο, πήρες, άφησες, χωρίς μιζέριες, χωρίς κακίες, λόγο πικρό δεν θυμάμαι από τα χείλια σου, ποτέ για κανέναν… Ποιος σε φώναξε και δεν έτρεξες, ποιος σου ζήτησε και δεν έδωσες, ό,τι μπόρεσες… στη σειρά σου, αλλά και στην επόμενη, τη δική μας.
Βαραίνεις στις αναμνήσεις μας, Θοδωρή μου, έχεις τη θέση σου, αθόρυβη, γλυκειά, ψυχούλα…
Σ’ αποχαιρετώ με συγκίνηση βαθειά κ ένα δακρυσμένο χαμόγελο."


Παντοφίλη Βαρβαρήγου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου