Σάββατο 5 Απριλίου 2014

ANΩΗΣΑΝΙΚΑ ΝΗΤΕΡΕΣΙΑ

Η νόνα μου η Ζαχαράτη, Παϊζοπούλα στη ρίζα, θυατέρα του Δημήτρη του Ντουντούμη, επέθανε 102 χρονώνε και ίσαμε τα στερνά της ποτέ δεν εκατέβηκε στη χώρα. Ούλα της τα χρόνια για χάρη γούστου επηενορχόντανε στο Σταυρό όπως ούλοι οι Ανωησάνοι για τα νητερέσα τους, μεγάρι και για νιά σκάτουλα σπίρτα. Ο Σταυρός το λοιπόνε από το πάλαι ήτανε Ανωησάνικο νητερέση και η χώρα ήτανε νιά πολιτεία αλάργα και που σε δαύτη λίγοι και που κι α λάχει απ’ την Ανωή εκοπιάζανε.  Κάποτες ερώτησα τη γριά, έτσι στα χωρατά αν είχε αυτοκίνητο και μούπε πως είχε το δίποδο!!!

Θυμώμαι πολλούς Ανωησάνους με το δίποδο και το γάϊδαρο πο διαβαίνανε στο Σταυρό. Θυμώμαι τη Θεώνη, το Βαγγελάκη το Σούφη, τη προεδρίνα την Αλεξάντρα και το Παναή του Γαλιάτσου με τσι φοράδες. Εκεί εψωνίζαμε, εκεί επουλούσαμε, εκεί ήτανε τα πάντα, για φαώσιμα, για ντυμασά και για ποδεμή. Εκεί το ταχυδρομείο με τον Αλεξαντρή και το Κώτσο, εκεί η σύνταξη, εκεί και το τσέκι.
Εκεί κι ο Νοματάρχης από τσι Φρίκες, εκεί οι φούρνοι ο Σκαρμέας κι ο Χριστόφορος, εκεί οι ραφτάδες ο Λιάς και ο Στράτος οι Αντριαναταίοι κι  ο Μάσος ο Μπατιστής. Εκεί οι τσαγκάριδες ο Στανίτσας και ο Μπόμπος, εκεί ο γιατρός ο Κουβαράς και ο Σπετσέρης, εκεί ο Πάρος με τα ψιλικά, ο Μιλτιάδης ο μπακάλης, εκεί κι ο μπαρμπέρης ο Πλάτανος.
Με σεβασμό στη μνήμη τση νόνας μου και σε ούλους εκειούς που θα αναφέρω, θα θυμήσω σε μένα και στους αδερφούς χωριάτες, αγαπημένους ωραίους ανθρώπους του Σταυρού, αγαπημένες εποχές κι αγαπημένα χρόνια!!! Θα φέρω βόλτα το μυαλό μου έτσι σα στο κινηματόγραφο, νιά από από τσι χιλιάδες βίζιτες τσι νόνας μου στο Σταυρό με το δίποδο, μπριτού πενήντα τόσα χρόνια, τόμου εγώ ήμουνα σκολιαρούδι στη πρώτη μικρή.                  Ένα φουρκί άνθρωπος η νόνα μου, ένα πλωχέρι κόκκαλα κι αναλόγως τσι εποχές γιόμιζε τη βαντάκα στον ώμο της με καλούδια για πούλημα και μισοσάμαρα στο ζωντανό νιά ντερίνα και νιά μεγάλη γαδένα με αυγά και στσι μεριές αναλόγως, αγκινάρες, σκόρδα, κρασί, ξύδι, πλατοκούκια, πικιμέζι και φακή απ’ τη στρογγυλή. 
Πρώτη στάση στου Φλόκα για κρασί και γλυκές κουβέντες απ τσι συγγένισες Ελένες (νυφοπεθερά), δεύτερη στάση στου συγγενή του Σκάλτσα για καφέ με κριθάρι και τρίτη στου Γαϊτάνου, στη Γαρυφαλιά που επερίμενε τη νόνα μου με τσι αγκάλες διάπλατες. Είχανε τον τρόπο εκεί… αλλά και τον καλό τρόπο για τη φτώχεια!!! Ένα σταυρό στον Αη Δημήτρη και νιά στάση στο συγγενή μας το Μάρκο τον Αλιβίζη, το πατέρα του Γιώργαρου για σκόρδα και ξύδι. Ευτός ο ωραίος γέροντας και συγγενής, κάποτα με χούγιαξε με το μπαστούνι του για το καλό μου , γιατί ήμουνα κομμάτι ανέγρικος.
Και φτάσαμε στου Παχουλή στη Σοφούλα για χαμομέλι και μολοχάντι και μετά στου Τζώρτζη του συγγενή τη λοκάντα και δέσαμε το γάϊδαρο στο πλατάνι, στο σύνορο απέναντι από τη Σεβαστή και το Ντίνη. Εδώ στα σιδερένια τραπεζάκια, οι μεζέδες και στσι   ψάθινες καθίκλες ο Γιάρες, ο Παναής ο Κράσος, ο Πλάτανος, ο Χαντζατζάρης, οι Αραπαίοι και ολόρτος ο Στρατηγός μ’ ένα μαδέρι στη πλάτη απ’ τη κορδέλα του Έκτορα. Η νόνα μου εκολάτσισε νερομπάμπαλη, τάπανε με τη Λούλα και τράβηξε για την Ελένη του Άθα στη Ρομάντσα, που τη φίλεψε νιά λάνα και τράβηξε διαβητικού για τη Φτυχία του Μουτζούρη και μετά για τη ξαδέρφη τη Διαμαντίνα. Η Διαμαντίνα είχε πολλά με τη νόνα μου εξόν από τα οικογενειακά τους. Το ίδιο κι ο ανηψός ο Αργύρης με την Ελένη. 
Έντεκα το πρωΐ αφήκαμε κρασί στο μαγέρικο του Μπακατσέλου, επήραμε δυό χαλκακόσα απ’ του Σουπιανά και είχαμε ακόμα τη σύνταξη απ τον Αλεξαντρή και καφεζαχαρολούκουμα απ’ την Ελένη του Φούκου και ρέγκες και σαρδέλες απ’ του Καρεκλά. Νιά στάση ακόμα στο Νιόνιο το Σκάλτσα, το μπάρμπα και τη θειά τη Μαρία, που μαζί με την αγάπη είπε στη νόνα μου πως θα κάμει τα μαλλιά της κόθρο και πως θα βάνει τα φιρέττα. Εκείθε εδιάβηκε ο Μότος με το ψηλό γάϊδαρο και πήραμε ντομάτες απ’ τη Πόλη και ο συγγενής ο Αντρίκος ο Πιάτελας με το Πανάγιο μας εφιλέψανε γόπες, δεμένες στο μαντήλι τους.
Θυμώμαι που επήα στου Γαλή για τσιγάρα του πατέρα μου, που τάφηνε εκεί τα μεσημέρια ο Γιάσος και πως για πρώτη βολά είδα το ποτήρι θολωμένο από το πάγο πόφερνε ο Σταμουλάτος, που δε τον ήξερα!!! Μόκαμε εντύπωση το ποτήρι δίπλα στο καφέ του Μπονίκα πο χάϊδευε το τσιμπούκι του και θυμώμαι πως για πρώτη βολά είδα κρεμασμένη τη ρεκλάμα του κινηματόγραφου.
Ήρτε το απόγιομα κι είμαστε έτοιμοι για τον ανήφορο, μόλις πέσουνε τ’ απόσκια. Το τελευταίο νερό και γλυκό σταφύλι στην Αργύρω του Δικούνη, κάτου απ’ το περνάρι. Ο Δικούνης με πέντε σκουτιά φορεμένα, μούπε να ντιέμαι να μη κρυώσω. Ο γιατρός, κανιά βολά μούπε, « μη και ζεστάθηκες;» σε ρώτησε.  «Κρύωσες;» σε ρώτησε!!! Η θειά η Τρήτη έτρωε τη βανίλια της στου Παναγάκη σε θολωμένο ποτήρι, δίπλα απ’ το Βαγγέλη το Καταπόδη… Ο Αρτέμης εκατέβηκε με το Μαρικάκι επολιόρα, ο Νώντας έκαμε κατά τη Λεύκη, ο Χριστόφορος πάει στον Πλατρειθιά, ο Νίκος ο Γασπαράτος εδιάβηκε για τη Χώρα, ο Σκίτσας πέρασε γι απάνου, για το χωριό, μ’ ένα τελάρο ψάρια στη πλάτη του κι εμείς από πίσω του εκινήσαμε, η νόνα μου μ’ ένα παράπονο πο δεν επρόκαμε να πάρει νιά νυχιά κρέας απ’ του Τζορνά κι εγώ με νιά ευχή και τρία παράπονα.
Η ευχή να μοιάσω του Γιώργου του Γασπαράτου πούτανε όμορφος ( τον είδα πο χτενιζόντανε στο ξύλινο του Πολύδωρου) και τα παράπονα:
Πως δε θα φάω από κειό που ψένει ο Σαμαράς κάτου απ’ τα δέντρα
Πως δε θα γλύψω από κειό που πουλεί ο Κοντός στο καρότσι του
Πως δε με πήε ο νονός μου στον Αξελό και στη Πόλη να τραβήξω το σκοινί από τη βάρκα του Μεγαλογένη.
                                                                                           Ο Ανωησάνος

ΠΗΓΗ: Εφημερίδα Πλατύ Ρείθρον

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου