Τετάρτη 26 Ιουλίου 2017

25 ΧΡΟΝΙΑ «ΜΝΗΣΤΗΡΕΣ»

Ο Τάσος Ζαφειρίου 45 χρονών και ο Βαγγέλης Μιχαλάτος 47 χρονών επί 25 χρόνια φίλοι και συνεργάτες  αφηγούνται σκηνές της κοινής τους διαδρομής.

ΤΑΣΟΣ: Με το Βαγγέλη γνωριστήκαμε στις 15 Νοεμβρίου του 1992. Ήμουν τότε σπουδαστής του ΤΕΙ ηλεκτρονικής ενώ το πρωί δούλευα σε ένα ναυτιλιακό γραφείο. Παράλληλα από τη Β΄ Λυκείου μου είχε έρθει η πετριά για τη μουσική και έπαιζα από μόνος μου κιθάρα και μπουζούκι. Μια συμμαθήτρια μου στην Ιωνίδειο  Σχολή του Πειραιά που ήταν και δασκάλα του Βαγγέλη στη μουσική μου λέει: «Πάμε να δούμε κάτι φίλους που παίζουν σε μια συναυλία στο Σταθμό Λαρίσης και είναι και ένας μαθητής μου ;».Ο Βαγγέλης με κάτι αλλά παιδιά από την Ιθάκη είχαν φτιάξει από το 1985 το παιδικό γκρουπ «Μνηστήρες».
Εγώ ήμουν πολύ ψαρωμένος και τους έβλεπα όλους με δέος, τους θεωρούσα πολύ σπουδαίους  και καταξιωμένους μουσικούς για την ηλικία τους. Ο Βαγγέλης ήταν με μια κόκκινη κιθάρα και έπαιζε λες και ήταν ο Χανκ Μάρβιν. Αρχές του 1991 παίξαμε για πρώτη φορά μαζί στο «Sui Gennesis» ένα μαγαζί πίσω από το Χίλτον που μπήκα σαν εξτρά μέλος των Μνηστήρων. Από τότε κολλήσαμε και παίζαμε  συνέχεια μαζί. Από το 1993 οι Μνηστήρες άρχισαν να διαλύονται σαν σχήμα και ουσιαστικά μεταλλάχθηκε από πενταμελές σε ντουέτο. Βέβαια ναι μεν είμαστε βασικό ντουέτο αλλά πολλές φορές μπορεί να παίζαμε σαν τρίο με ένα ακορντεόν, σαν κουαρτέτο με την προσθήκη ενός κρουστού, ενώ στην Ιθάκη παίζαμε με την παραδοσιακή ορχήστρα των Μνηστήρων που είναι κουιντέτο. Μια κοινή  μας γνωστή η Κατερίνα Μάσκα τότε μας πρότεινε σε ένα μάνατζερ που έψαχνε να φτιάξει ένα καινούριο συγκρότημα για δισκογραφία και μπήκαμε και  στο σχήμα Μπαλαντέρ όπου ήμασταν για δυόμισι χρόνια και είχαμε την τύχη να παίξουμε με μεγάλους καλλιτέχνες όπως  το Σπύρο Ζαγοραίο και  την Βίκυ Μοσχολιού. Από τότε που τον γνώρισα δεν έχει αλλάξει ο Βαγγέλης. Είναι ένας αλέγκρος Ιθακήσιος  με την τρέλα και την ένταση στο χαρακτήρα του που έχουν όλοι οι Επτανήσιοι και που βγαίνει και στο παίξιμό τους στη μουσική. Ο Βαγγέλης είναι πολύ χαρισματικός, μπορεί να τον βάλεις σε ένα νεκροταφείο και να σηκωθούν και οι πεθαμένοι να χορεύουν, ενώ εμένα που μου αρέσει πιο πολύ η μουσική της Ανατολής και του Αιγαίου είμαι πιο πολύ της τάβλας. Ουσιαστικά είμαι αγοραφοβικός . Θέλω να είμαι κλεισμένος σε ένα στούντιο 24 ώρες το 24ωρο. Εκεί διαφωνούμε με τον Βαγγέλη. Του αρέσει να παίζει live και όχι με  την καθαρότητα που χρειάζεται στο στούντιο. Ο Βαγγέλης έχει πάντα την αίσθηση του ζωντανού ότι θάναι από κάτω 200 άτομα να τον βλέπουν και να παίζει με την ενέργεια του κόσμου.
Έχει ένα ενεργειακό αλισβερίσι  με τον κόσμο που δεν διαθέτω. Εγώ είμαι πιο τακτοποιημένος και πιο πολύ σε κουτάκια σαν άνθρωπος  ενώ εκείνος είναι πιο παρορμητικός και πιο ενθουσιώδης. Θυμάμαι που στην πρώτη και μοναδική δισκογραφική μας καταγραφή στο «Οι Μεθυστάνες παρουσιάζουν τους Μνηστήρες» το 2004 είχαμε μπει πολύ ψαρωμένοι στο στούντιο δεν είχαμε καμιά εμπειρία παραγωγής. Πάει ο Βαγγέλης να τραγουδήσει το «Μενεξέδες και ζουμπούλια» που σαν Ιθακήσιος τραγουδούσε όλα του τα χρόνια δεν του έβγαινε όμως και μου λέει «πες το εσύ» και μπαίνω και το λέω με την πρώτη και μένει το κομμάτι έτσι και λέμε: «δεν το πειράζουμε, ας βγει ο δίσκος όπως είναι». Πολλές φορές τα τραγούδια που είναι να πει ο Βαγγέλης τα λέω εγώ και το αντίστροφο. Δεν είπαμε ποτέ εγώ είμαι ο κιθαρίστας και εσύ ο τραγουδιστής. Από την αρχή στο ντουέτο ο Βαγγέλης ήταν η πατρική φιγούρα και εγώ το παιδί. Του έλεγε ο πατέρας μου: «Πρόσεχε τον είναι μικρός και δεν ξέρει». Έτσι είμαστε και τώρα. Εκείνος είναι πιο σοβαρός ενώ εγώ έχω πιο έντονα παιδικά στοιχεία στο χαρακτήρα μου. Ο Βαγγέλης γενικώς έχει πιο πολλά θετικά στοιχεία μουσικότητας από μένα. Είναι το ταλέντο του μουσικού. Είναι πιο καλός στην αντίληψη στο πώς να μπει η πληροφορία μέσα του ενώ εγώ είναι πιο καλός στο αποτέλεσμα. Συνεχώς του θυμώνω για την τεμπελιά του κι εκείνος για την τελειομανία μου. Για το Βαγγέλη έξαλλου ουδέποτε η μουσική υπήρξε αυτοσκοπός. Έχει και την πρωινή του δουλειά. Πάντα έβλεπε τη μουσική περισσότερο ως ψυχικοπνευματικό συμπλήρωμα παρά ως εισοδηματικό .Εμένα αντιθέτως πάντα μου άρεσε η δισκογραφία, η μελέτη, τα μαθήματα, ήμουν όχι απλά κεντραρισμένος αλλά σχεδόν εμμονικός με την μουσική

ΒΑΓΓΕΛΗΣ   Ήταν μαγικό πως δέσαμε από την αρχή με τον Τάσο. Από το «γεια» που ανταλλάξαμε και μας σύστησαν χωρίς να ξέρω ακόμη αν είναι καλός μουσικός , χωρίς να έχουμε ακόμη γνωριστεί μουσικά μου έκανε φοβερή εντύπωση πόσο καλοσυνάτο και γελαστό παιδί ήταν. Όπως ήταν τότε είναι και τώρα, ένα μικρό παιδί που γίνεται χαλί να τον πατήσεις, είναι καλός με όλους δεν θα πει κακή κουβέντα για κανέναν και θάναι πάντα χαμογελαστός. Θυμάμαι την πρώτη παρατήρηση που του έκανα, έπαιζε όλα τα τραγούδια σφαίρα και του λέω «Τάσο μου σιγά-σιγά θα μελετάς όχι τόσο γρήγορα». Το ότι κολλήσαμε βέβαια  ήταν και θέμα ακουσμάτων, είχαμε τα ίδια ακούσματα όπως τον Ζαμπέτα και γενικότερο το καλό ελληνικό τραγούδι. Εγώ βέβαια λόγω καταγωγής είχα μεγαλύτερη ροπή προς τα Επτάνησα και ο Τάσος λόγω καταβολών από την Σμύρνη και το Αϊβαλί  προς την Ανατολή. Αυτή η συνεύρεση δύο διαφορετικών μουσικών στοιχείων μας  δημιουργούσε συνεχώς μια αναζήτηση και ένα πειραματισμό. Είχαμε φτάσει στο σημείο να κάνουμε πρόβα στο  Σύλλογο Αποφοίτων της Ιωνιδείου μέχρι τις τρεις το πρωί. Είχαν παραχωρήσει σε μας τους δύο τα κλειδιά της αίθουσας και πηγαίναμε ότι ώρα θέλαμε. Είχαμε πολλή όρεξη γι αυτό που κάναμε. Με τον Τάσο είμαστε σαν αδέρφια, είμαστε 25 χρόνια ντουέτο και δεν έχουμε τσακωθεί ούτε μία φορά. Ακόμη και να μην συμφωνούμε σε κάτι θα υποχωρήσει μια ο ένας και  μια ο άλλος. Βήχει ο ένας και αναπνέει ο άλλος. Το μόνο αρνητικό του είναι η ξεροκεφαλιά του για την τελειότητα. Θα βγάλουμε ένα τραγούδι και θα μου πει : «Εδώ θέλει μια δίεση», «άσε με ρε Τάσο» του απαντώ «που  θέλει δίεση. Ποιος θα το καταλάβει;». Είναι ίσως ο πιο ευαίσθητος άνθρωπος που έχω συναντήσει ποτέ στη ζωή μου. Κλαίει με το παραμικρό και δεν ντρέπεται να το κάνει. Είχαμε πάει στην πρώτη παρέλαση της κόρης μου της Αναστασίας που τώρα είναι στα 16 κι ενώ εμείς γελάγαμε τον Τάσο τον είχαν πιάσει τα κλάματα που η βαφτιστήρα του έκανε παρέλαση. Είναι μοναδική η σχέση τους δεν υπάρχει μέρα που να μην την πάρει τηλέφωνο. Επειδή η κόρη μου είναι μουσικός και τραγουδάει παίρνει τηλέφωνο σαν μάνατζερ και ζητάει την τραγουδίστρια κυρία Μιχαλάτου. Εκείνη με την σειρά της λέει : «Μισό λεπτό να την φωνάξω» και ξαναπαίρνει το τηλέφωνο με άλλη φωνή. Κοροϊδεύονται μεταξύ τους. Αλλά κι εμείς κοροϊδευόμαστε ειδικά όταν παίζουμε. Έχουν τύχει φορές να σταματήσουμε το πρόγραμμα για δέκα λεπτά και να γελάμε και να γελάει ο κόσμος μαζί μας. Είναι πολύ καλός σαν δάσκαλος ο Τάσος. Διδάσκει και σε ωδείο και σε σχολείο. Είναι αυστηρός  αλλά αυτά που είναι να σου πει στα μεταδίδει πολύ καλά. Έχει βρει δικούς του τρόπους να μεταδίδει στα παιδιά τους ρυθμούς, εγώ δεν μπορώ να το κάνω με τίποτε αυτό. Η κόρη μου πάει στο Μουσικό Σχολείο Αλίμου. Θέλω να της πω ένα ρυθμό και μου ΄ρχεται να την πλακώσω γιατί δεν καταλαβαίνει. Και έρχεται ο Τάσος  ή ακόμη και από το τηλέφωνο και της λέει : «Να σου πω Αναστασία μου κάνε του, του, του» και το καταφέρνει αμέσως. Ούτως ή άλλως λατρεύει τα παιδιά. Δεν υπάρχει παιδάκι που να μην τρέξει στον Τάσο, είναι χάρισμα αυτό. Είναι και χαζομπαμπάς. Παίζαμε ανήμερα Πρωτοχρονιάς στους «Μεθυστάνες»  κι ενώ έπαιζε μπουζούκι είχε στο άλλο γόνατο την κόρη του που ήταν δυόμισι χρόνων. Μια από τις δυνατότερες εμπειρίες που έχουμε ζήσει με τον Τάσο ήταν όταν παίξαμε για πρώτη φορά  το 2010 στο Γιοχάνεσμπουργκ στο χορό του Συλλόγου των Ιθακήσιων  για τα 100 χρόνια του. Ο χορός ξεκίνησε στις εννιά το βράδυ και παίζαμε ασταμάτητα μέχρι τις πέντε το πρωί άκουγαν το μπουζούκι οι άνθρωποι και έκλαιγαν. Στην αρχή ήμουν εγώ που έδειχνα στον Τάσο να παίζει, τώρα με έχει φτάσει και μ΄έχει  ξεπεράσει. Είμαι πια εγώ μαθητής του.

Δημοσιεύτηκε στο: ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΔΡΟΜΟΥ σχεδία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου