Σελίδες

Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2019

ΣΤΟ ΓΙΩΡΓΑΡΟ....


Αποχαιρετάμε σήμερα τον αγαπητό μας Γιώργαρο με το κείμενο του Ανωησάνου που δημοσιεύτηκε στο Πλατύ Ρείθρον πριν από πέντε χρόνια. 
Τ΄ απόσκια πεσωμένα δυο καλογιάννοι, τρεις τσιχλοκότσυφες, τρεις προβατίνες, ο Νιόνιος στο μαντρί… δυο μελανά σύννεφα στο Καβελάρη ολούθε αντάρα μέχρι τα μπούνια και περνάρια και σπάρτα που σούνται στη κρύα και βρεμένη ανάσα του Δεκέμβρη.

Μαζί … η σιωπή στο κοιμητήριο στην εμπασά του χωριού στσι κάμπους αντάμα με την ερμιά και το χάος που στέκει στην επιφάνεια του κόσμου, στο Νήριτο, ούλα μαζί είναι η εικόνα και η αλήθεια στο βουνό τση Ανωής. Είναι οι στιγμές, οι μέρες, οι ώρες τση καταχνιάς και του βάθους που αποζητάς ένα χέρι ν΄αγκιστρωθείς για τση ψυχής την αναρρίχηση. Ούλα του γάμου δύσκολα κα όποιος αντέξει! Και του ξάφνου βροντάει ο Μαΐστρος ανοίει η πόρτα στο κοκκινοπύλι, κι ο καβαλάρης ρίχνει τα φώτα του στην αντάρα , ανασκώνει το αμπέχωνο ,ανασκουμπώνει τις μανίκες χαμηλώνει στην σκούφια και βάνει τρίτη στο δίκυκλο στο ίσωμα για να ξαποστάσει. Είναι ο Γιώργαρος ο καβαλάρης, ο Γιώργης ο Ζαβερδινός απ΄το Σταυρό, ο γιος του Μάρκου, και τση Ναυσικάς απ΄τα Σκιωτάτα, μ’ ένα μαντήλι γεμάτο γόπες στο τιμόνι δεξά, μαρίδες για τσι γάτες στο τιμόνι ζερβά, η σμέρνα στη μέση για τσι Γιώργηδες, κοψίδια για τσι σκύλους στο σίκλο και στο ντροβά. Πίσω του τα φάρμακα και οι παραγγολιές του χωριού. Τέτοιες ώρες για τους Ανωησάνους ο Γιώργης είναι το αστέρι που ξεπρόβαλε στο καταράχι τση ψυχής τους, σα ν΄άναψε καντήλι στο ξωκλήσι τ’ αι Λια. Γιατί στην Ανωή ο Γιώργης δεν άφηκε να λερωθεί η ψυχή του και η εμπασά του  στο χωριό είναι σταγόνα άγιας ροής!!!
Έρχεται στην πέτρινη ερημιά να πιθώσει στο μαγαζί , στο Νίκο, να ρίξει τη πασέντσα κι απέ ν’ ανεβεί τη πέτρινη σκάλα, να ντονε ποτίσει ο συντοπίτης μας, ν’ ακουρμαστεί τ’ αγκομαχητά, να πει λόγια γαλήνης, να κάμει το θέλημα, να χαιρετήσει, να κουβαλήσει, να βοηθήσει!
Έρχεται για την υπεράσπιση των αδυνάμων και χαίρεται για τη σπιθαμή προς σπιθαμή κατάχτηση κάποιων δικαιωμάτων και χαίρεται για του χωριού την κατάχτιση! Έρχεται ν’ απλώσει τσι φτερούγες του στην ορφάνεια των γερόντων, για να ζεσταθούνε παγωμένα χέρια και να μπαλώσει μαζί με άλλους τσι βρωμιές τση πολιτείας και να αητάρει του κρύφου όπου μπορεί… κι όσο τονε σκώνει η κάπα του!!!
Γιώργη αγαπημένε! 
Επειδής εδιάλεξες το ξέφωτο, τα γιδοστράτια και τα τρίστρατα, τ’ αγνάντιο από δω στο πέλαο, και … το Μπριζίκο… Επειδής μας καταδέχτηκες, μας ανοίεις τη πόρτα, επειδής μας έχεις φίλους σου και λες πως είσαι Ανωησάνος και καμώνεσαι, επειδής δε λείπεις από τσι εκκλησές και τα ξωκλήσια μας, απ’ τα νητερέσα μας κι απ’ ούλα μας, γιατι κέντρωσες τσι απιδιές μας, για τ’ αμπέλι που το ‘σκαψες, για το κρασί μας πο ‘βαλες, για το παούρι  που βαστάς να ξεδιψάσεις κάποιονε… και γιατί εκτέλεσες στο ελάχιστο το σκοπό τση γέννησης, Σου προσφέρουμε : Εξόν από ζεστό μαγέρεμα σε λινό μεσάλι στρωμένο, λεβάντα κι αρμπαρόριζα το βάγιο μας, κρούσταλο νερό απ’ τη μπουκάλα με μπρουτζολάνα στέρνα και σε βαφτίζουμε Ανωησάνο με τιμή, αφού έτσι σε επιθυμήσανε και… αφού κι εσύ ευτό επεθύμησες με δήλωση.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου