Σελίδες

Κυριακή 24 Ιουλίου 2016

Η ΜΟΙΡΑ ΤΗΣ ΝΤΟΡΝΙΚΑΣ, ΤΗΣ ΙΟΥΛΙΑΣ, ΤΗΣ ΑΡΓΥΡΗΣ…

Της Παντοφίλης Βαρβαρήγου



Όταν τα χαράκια του λόγου αρχίζουν σταδιακά να σχηματίζονται στο μυαλό και να βαθαίνουν για να χωρέσουν κι άλλες, κι άλλες λέξεις, τότε κανείς αντιλαμβάνεται –κι όσοι γράφουν καταλαβαίνουν τι εννοώ– πως αυτό το οποίο  κινητοποιεί τη εν λόγω διαδικασία και δρα σαν οίστρος δημιουργικός αξίζει τον κόπο… Αν σ’ αυτό προστεθούν και εξήντα σχεδόν χρόνια ηλικίας, που προσδίδουν στην ανάμνηση εγκυρότητα, τότε, πες, πως πληρούνται οι προϋποθέσεις, υπό τις οποίες το εξωτερικό ερέθισμα αρκεί για να πυροδοτήσει το βίωμα.
 Έτσι λοιπόν, καθώς προχτές στις Λίμνες ξεδιπλώνονταν από τις γυναίκες του «Φόρκυνα» οι ζωές των γυναικών της Ιθάκης, που όλους συγκίνησαν αλλά κανέναν δεν ξένισαν, αφού ολουνώνε μας τα σπίτια, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τάχει πλυμένα η θάλασσα και χτισμένα η ξενιτιά, το όνομα «Ντόρνικα» κάτι ξεσκέπασε μέσα μου, παλιό και ξεχασμένο, πίσω στα χρόνια της μαθητικής μου ζωής στο Βαθύ. Δεν ξέρω αν είναι αυτή η ίδια Ντόρνικα, της οποίας η ζωή ξεδιπλώθηκε στην παράσταση, γνωρίζω όμως ότι η αναφορά στο όνομά της ήταν το νήμα που σήκωσε την κουρτίνα…
 Ήμουνα παιδάκι οχτάχρονο, δύσκολο παραπάνω, και θυμάμαι τη θεια μου, πανέμορφη, κάτω απ’ τα εικονίσματα, στη μπροστινή κάμαρα του σπιτιού του νόνου μου, στον Πλατρειθιά και τους συγγενείς, γονείς κι αδέρφια και θειάδες και μπαρμπάδες με μάτια υγρά, να της περνάνε τις αλυσίδες και τα βεροδαχτύλιδα και δώστου «Να λιώσουνε στα χεράκια σας, κυρά μου…» η παραδοσιακή ευχή να δίνει και να παίρνει… Μα δεν ήτανε «σας», «σου» ήτανε μοναχικό κι αέρινο, που έκανε ένα ταξίδι πολύ μακρινό για ν’ απαντήσει, γύρευε σε ποιον ωκεανό, τον ωραίο υποπλοίαρχο, μόνο επίσης, στον οποίο την ίδια ώρα περνούσε τη βέρα ο καπετάνιος του με συντροφιά τις ευχές του πληρώματος. Δυο μαγνητόφωνα με «μπομπίνες» κατέγραφαν τις φωνές, τις ευχές και τη συγκίνηση, ένα στον ωκεανό, του γαμπρού κι ένα στο πατρικό του στον Πλατρειθιά, του πατέρα μου… Οι δυο ταινίες κάπου, κάποια στιγμή, δεν μπορεί, θα διασταυρώθηκαν στις αντίθετες πορείες τους κι όταν έφτασαν στον προορισμό τους θα φώτισαν, φαντάζομαι, εκ των υστέρων αυτά που το ζευγάρι ονειρεύτηκε την ώρα του μοναχικού αρραβώνα… Πάλι καλά… Την εποχή της Ιουλίας και της Ντόρνικας αυτά δεν υπήρχαν…
Κι ήτανε αυτό το ίδιο νήμα που τράβηξε η κυρά Ντόρνικα της δεκαετίας του ’70 από τη Χώρα, το οποίο έφερε στη σκέψη μου εκείνη τη μάνα, από τον Πλατρειθιά την αγράμματη, που μου φώναζε απ’ την αυλή της να πάω να με φιλέψει και να της διαβάσω το γράμμα της κόρης της από το «Μέλμπο», μα να της γράψω, ήθελε, τώρα αμέσως και την απάντηση, τώρα που το ’χε φρέσκο, που τα θυμότανε ούλα, που δεν είχε καταλαγιάσει ακόμα ο καημός… Και πριν να κλείσω το φάκελο μούφερνε ένα κομμάτι από ξερή πορτοκαλόφλουδα ή ένα τρίμμα βασιλικό να βάλω μέσα, ανάλογα με την εποχή, να της θυμίσει της κόρης τον κήπο και τη γλάστρα της, που τα βάσταγε η μάνα και τα φρόντιζε, φυλαχτό στα γεράματά της... Κι ίσως ακόμα δουλειά τση κυρά Ντόρνικας να είναι οι μνήμες που ξεπρόβαλαν κι έφεραν δυο περιπτώσεις θυγατέρων απ’ τ’ Άι Σαράντα, οι οποίες ήρθανε από την άκρη του κόσμου για να συνοδέψουνε στο «τελευταίο ταξίδι» τους ετοιμοθάνατους γονείς, που όμως άντεξαν παραπάνω από τη διάρκεια της άδειας των παιδιών τους… Οι κόρες έφυγαν γιατί ένα ακόμα «πρέπει» έστεκε τύραννος, αφού η ζωή «εκεί» είχε ήδη γεννήσει τις δικές της αναπόδραστες ανάγκες, άλλης φύσης αλλά το ίδιο επιτακτικές μ’ εκείνες που τις ξεσπίτωσαν και τις έστειλαν στην άκρη του κόσμου.  Πάλι κρυφός κόμπος το δάκρυ, πάλι ζωντανός αποχαιρετισμός, χωρίς ελπίδα τώρα, τελεσίδικος…
Κι επειδή το βίωμα ορίζει τον άνθρωπο και τις επιλογές του για μια ζωή, σκέφτομαι πως δεν είναι τυχαίο που ταυτόχρονα με τις μνήμες προβάλανε κι ανάλογες λογοτεχνικές αναφορές κι ανακατεύτηκαν με τη Ντόρνικα, την Ιουλία, την Αργυρή…
Πρόβαλε η όμορφη μαυρομάτα Γιούλα από το Γαλαξείδι  της Εύας Βλάμη, που διπλοκλείδωσε το αρχοντικό, το για χάρη της χτισμένο από τον καπετάν Νικόλα της,  κι έζησε χρόνους δέκα, θρηνώντας με μάτια στεγνά, μακριά από το λιμάνι και τη θάλασσα για να μην την ακούει πια που θριαμβολογούσε αφού της άρπαξε, επιτέλους, τον πανάκριβό της, τον καπετάνιο της… Κι ούτε μπορούσε να εξηγήσει πως εκείνος προτίμησε της γαλανομάτας ερωμένης την παγωμένη αγκαλιά από την ολόθερμη δική της…
 Πρόβαλε η νυφοστολισμένη Δροσούλα από τον Σκελετόβραχο της Εύας Βλάμη και πάλι, που βυθισμένη στα σκοτάδια της τρέλας, προσκαλούσε το Γαλαξίδι ολόκληρο στο γάμο της με τον πνιγμένο αγαπημένο…
 Πρόβαλαν οι μοιραίες αδερφές από τη Μικρά Αγγλία της Ιωάννας Καρυστιάνη, η Όρσα και η Μόσχα, πρόβαλε κι η στεγνή, αυστηρή μορφή της μάνας τους, που διαφέντεψε πέτρινη κι ολομόναχη τις τύχες τους και τις ξεπάστρεψε, διοχετεύοντας στις ζωές των παιδιών της ό,τι μονάχα η ίδια γνώρισε: τη στέρηση τη συναισθηματική, τη μοναξιά, την αυστηρότητα.
 Πρόβαλε η αυταρχική και παγωμένη Φλώρα από το Σουέλ, ξανά της Καρυστιάνη, που «επέβαλε» με την ψυχρότητά της το πολύχρονο μπάρκο του καπετάνιου συζύγου της, ο οποίος άλλο δεν μπορούσε απ’ το να λείπει, αλλά και η μορφή της ερωμένης κι απαντοχής του σ’ αυτή την αδιάφορη και ψυχρή ζωή, που τον περίμενε και τον παρέλαβε τυφλό να του σερβίρει τον καφέ κοντά στα γεράνια και τους κατηφέδες της αυλής της.
 Κι ανάμεσα σ’ όλες, σαν τραγικός χορός, ανάλαφρες κι άυλες και λευκοντυμένες «Οι Νύφες» του Κούνδουρου… 
 Πόσα παρόμοια ριζικά, πόσος ολόιδιος πόνος, που χαράζει και σκάβει και σμιλεύει –«γλύπτης παράφορος»– μορφές και ζωές κι αφήνει ίχνη τόσα ώστε και τις επιλογές των επόμενων να ορίζουν… Μα πέρα απ’ όλες τις μνήμες, τις ανακλήσεις, τις αναφορές, στέκει κραταιά η μορφή της ασπρομάλλας νόνας που, σφιχτά κρατώντας μια φωτογραφία στον κόρφο και φιλώντας τη, θρηνεί το τζιβαέρι της, ένοχη και χιλιοπικραμένη που άλλο δεν μπορούσε να κάμει από το να το «προικιώσει» μ’ ένα μπόγο και τη μορφή ενός αγνώστου στα χέρια και να το στείλει έρμο στην ξενιτιά…  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου